9/5/14

Νομιμοποιείστε την ΕΕ και τους άρχοντες της αυτοδιοίκησης. Μπορείτε!

Με απλές κουβέντες, αν έχεις ένα οργανισμό αφαίμαξης μιας κοινωνίας, η αυξημένη συμμετοχή σε αυτόν αριστερών στελεχών δεν κάνει την αφαίμαξη λιγότερο οδυνηρή και καταστροφική, αλλά περισσότερο. Ο οργανισμός είναι αυτός που όλοι γνωρίζουμε, και δεν υπάρχει καμιά πρόθεση ή δυνατότητα αλλαγής του. Αυτό που καλείται να αποφασίσει ο δημοκρατικός πολίτης είναι αν θα τον νομιμοποιήσει με τη συμμετοχή του ή όχι. Η επίσημη αριστερά δυστυχώς το έχει αποφασίσει ήδη. Της είναι αδιανόητο να παίζονται παιχνίδια εξουσίας -έστω κι αν γνωρίζει ότι είναι στημένα- χωρίς τη συμμετοχή της.  Αλλά θα όφειλε να γνωρίζει ότι η συμμετοχή σε έναν οργανισμό με τους σκοπούς και το έργο του οποίου εξ αρχής και επί της αρχής διαφωνείς, δεν αποδυναμώνει και δεν μεταμορφώνει εκείνον αλλά εσένα.

γράφει ο πάροικος

Όποιος ετοιμάζεται να νομιμοποιήσει με την ψήφο του στις ευρωεκλογές το οικονομικοπολιτικό μόρφωμα που ονομάζεται Ευρωπαϊκή Ένωση, θα άξιζε ίσως να ξανασκεφτεί τις επιπτώσεις αυτής της ψήφου.

Το κύριο πολιτικό νόημα-μήνυμά της είναι η παροχή διαβεβαίωσης του ψηφοφόρου προς την υπερεθνική εξουσία των Βρυξελών, για μια σειρά πραγμάτων, όπως:
- ότι η ιεραρχική δομή της ΕΕ, όπως και η αντιδημοκρατική οργάνωση και λειτουργία της, είναι απολύτως αποδεκτές ή τουλάχιστον ανεκτές
- ότι ο ειδικός ρόλος των θεσμικών οργάνων της εντός πλαισίου διαπλοκής με μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα, ενοχλεί ελάχιστα ή καθόλου
- ότι η ύπαρξη σκανδαλωδών μηχανισμών διασφάλισης αυτών των συμφερόντων, σκανδαλωδών ακόμα και με όρους ελεύθερου ανταγωνισμού, μάλλον δεν ξενίζει και πιθανότατα περνάει απαρατήρητη, ενώ αντιθέτως αυτό ειδικά θα έπρεπε να ενοχλεί ακόμα και την παραδοσιακή δεξιά
- ότι η από μέρους του τραπεζικού κεφαλαίου και των μεγάλων πολυεθνικών υπαγόρευση πολιτικοοικονομικών στόχων και προτεραιοτήτων στους πολιτικούς, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, όχι μόνο δεν πειράζει να γίνεται παρασκηνιακά, αλλά είναι απολύτως αποδεκτό το να γίνεται και φανερά μέσω του λεγόμενου «επιχειρησιακού lobbying», συνήθους πλέον πρακτικής στα δυτικά καθεστώτα, η οποία αποτελεί αντικείμενο και μεταπτυχιακών πανεπιστημιακών σπουδών και η οποία θα έπρεπε επίσης να ενοχλεί ακόμα και τους παραδοσιακούς φιλελεύθερους
- ότι η διεύρυνση των ταξικών ανισοτήτων μπορεί χωρίς σοβαρό πολιτικό κόστος για την ντόπια εξουσία να υποστηρίζεται από όλο και πιο συγκεντρωτικές δομές και να συντελείται με όλο και πιο αντικοινωνικές πολιτικές, αντιλαϊκούς νόμους και αντιδημοκρατικούς θεσμούς, με την δικαιολογία ότι όλα αυτά είναι σε εθνικό επίπεδο αναπόφευκτα, καθώς επιβάλλονται από τις Βρυξέλες για το συνολικό καλό της Ευρώπης
- ότι η πολιτική εξουσία, αντί να αποκεντρωθεί και να κάνει κάποια έστω και μικρά βήματα επιστροφής στον φυσικό φορέα της, τον δήμο των πολιτών, είναι αποδεκτό το να απομακρύνεται ακόμα περισσότερο από αυτόν και να συγκεντρώνεται σε ουσιωδώς αόρατα και πρακτικώς απροσπέλαστα για τον πολίτη κέντρα αποφάσεων.
Οι πρακτικές συνέπειες αυτής της ψήφου συναρτώνται με όλα τα παραπάνω. Το βασικότερο μήνυμα των ευρωεκλογών, και αυτό που σίγουρα θα αξιολογηθεί προσεκτικά τόσο από τις Βρυξέλες όσο και από κάθε επιτελείο εκλογικών αναλύσεων απανταχού, δεν είναι τόσο τα ποσοστά των ευρωπαϊκών κομμάτων, όσο η ίδια η συμμετοχή στις ευρωεκλογές. Κι αυτό διότι η συμμετοχή καθαυτήν (ασχέτως επιλογής κόμματος) σημαίνει σε τελευταία ανάλυση εμπιστοσύνη στην ΕΕ και τους θεσμούς της, ενώ αντιθέτως η αποχή δείχνει αποδοκιμασία ή και απόρριψη του συγκεκριμένου μορφώματος, το οποίο θέλουν να μας παρουσιάζουν ως εγγυητή μιας συνεκτικής, δημοκρατικής και ειρηνικής Ευρώπης.

Τυχόν ευρεία συμμετοχή στις ευρωεκλογές θα αποτελούσε λοιπόν ψήφο εμπιστοσύνης όχι «στην Ευρώπη» γενικώς και αορίστως, ούτε καν σε μια Ευρώπη περιορισμένων έστω κοινωνικών επιδόσεων όπως η προϋπάρχουσα, αλλά σε μια Ένωση που μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε πρόθυμο υπηρέτη των τραπεζιτών και των μεγάλων πολυεθνικών, σε ένα εργαλείο σταδιακής κοινωνικής καταπίεσης, συγκεντρωτισμού και αυταρχισμού. Τυχόν μαζική συμμετοχή στις ευρωεκλογές δεν θα δήλωνε ενδιαφέρον για το μέλλον της Ευρώπης, αλλά αντιθέτως παραδοχή ότι ο αντιδημοκρατικός και αντιλαϊκός κατήφορος της ΕΕ είναι απαραίτητος για την αντιμετώπιση της σοβούσας κρίσης, μιας κρίσης που γίνεται αντιληπτή μάλλον ως ατυχής και συγκυριακή παρέκκλιση από μια κατά τα λοιπά προοδευτική πορεία. Θα σήμαινε δικαιολόγηση της επιχείρησης ακύρωσης των ευρωπαϊκών κοινωνικών κεκτημένων και ενθάρρυνσή της, λόγω της διαβεβαίωσης προς την κυβερνώσα ελίτ ότι το αφύσικο αυτό κατασκεύασμα καλά κρατεί, αφού απολαμβάνει τη στήριξη των ευρωπαίων πολιτών, την οποία εκφράζουν με την ψήφο τους. Ακόμα και ενδεχόμενη ενίσχυση της ευρωπαϊκής αριστεράς δεν θα μπορούσε λογικά να ερμηνευτεί ως αντίθεση στη νεοφιλελεύθερη επίθεση και στη μνημονιακή λαίλαπα, δεδομένου ότι αυτά συντελούνται με όργανό τους την ίδια την ΕΕ, στην οποία αυτή η αριστερά συμμετέχει.

Με απλές κουβέντες, αν έχεις ένα οργανισμό αφαίμαξης μιας κοινωνίας, η αυξημένη συμμετοχή σε αυτόν αριστερών στελεχών δεν κάνει την αφαίμαξη λιγότερο οδυνηρή και καταστροφική, αλλά περισσότερο. Ο οργανισμός είναι αυτός που όλοι γνωρίζουμε, και δεν υπάρχει καμιά πρόθεση ή δυνατότητα αλλαγής του. Αυτό που καλείται να αποφασίσει ο δημοκρατικός πολίτης είναι αν θα τον νομιμοποιήσει με τη συμμετοχή του ή όχι. Η επίσημη αριστερά δυστυχώς το έχει αποφασίσει ήδη. Της είναι αδιανόητο να παίζονται παιχνίδια εξουσίας χωρίς τη συμμετοχή της, έστω κι αν ξέρει καλά ότι είναι στημένα. Αλλά θα όφειλε να γνωρίζει ότι η συμμετοχή σε έναν οργανισμό με τους σκοπούς και το έργο του οποίου εξ αρχής και λόγω αρχών διαφωνείς, δεν αποδυναμώνει και δεν μεταμορφώνει εκείνον αλλά εσένα.

Το κύριο λοιπόν μήνυμα από μια ευρεία συμμετοχή στις ευρωεκλογές θα ήταν αντιθέτως ότι «η ΕΕ μπορεί!». Θα ήταν μια έμμεση παραδοχή ότι η Ένωση είναι επιδεκτική βελτίωσης και ότι, παρά τα όποια στραβά της, αποτελεί βήμα προόδου και όχι πισωγυρίσματος της Ευρώπης. Το μήνυμα θα ήταν η έμμεση έκφραση εμπιστοσύνης ή ανοχής έστω, των θεσμών της. Ένα τέτοιο μήνυμα θα σήμαινε πέρα από κάθε αμφιβολία τη συνέχιση και μάλλον την επιτάχυνση της μεταφοράς αρμοδιοτήτων στο κέντρο, την περαιτέρω αποδυνάμωση των εθνικών κυβερνήσεων και τον διαρκή βιασμό και εκβιασμό των υποτελών τάξεων. Θα σήμαινε επίσης την αποδοχή της ανάγκης συμμόρφωσης στις επιταγές του υπερεθνικού οικονομικού διευθυντηρίου, την αναγνώριση όχι μόνο του ηγετικού ρόλου της Γερμανίας αλλά και της υποχρέωσης συμμόρφωσης της περιφέρειας σε ό,τι επιβάλλει ο ευρωπαϊκός βορράς. Θα σήμαινε, τέλος, την ευρύτερη αποδοχή του ευρω-ενωσιακού δικαίου και της υπερίσχυσής του έναντι των εθνικών δικαίων. Θα ήταν χειρονομία νομιμοποίησης (ατυχούς υπό το παρόν νομικό πλαίσιο, όπως θα δείξουμε παρακάτω) της όλο και μεγαλύτερης εξάρτησης των εθνικών οικονομιών από το διεθνές ιδιωτικό χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και της σταδιακής μετατροπής των κυβερνήσεων, σε εισπράκτορες-επιτηρητές, σε χατζηαβάτες, ή σε άφωνους μπράβους της οικονομικοπολιτικής ελίτ.

Η ΕΕ δεν είναι απλώς ένας υπερεθνικός ευεργέτης των ισχυρών οικονομικών δυνάμεων που δραστηριοποιούνται στην Ευρώπη. Είναι, ακόμα χειρότερα, ένας οργανισμός που με περισσή υποκρισία προωθεί σε υπερθετικό βαθμό την πολιτική ετερονομία, που ωθεί δηλαδή στην προοδευτική κατάργηση ακόμα και του υποτυπώδους και προσχηματικού κοινωνικού ελέγχου της εξουσίας, τον οποίον συνεπαγόταν ο μέχρι πρότινος κοινοβουλευτισμός. Προωθεί αργά και σταθερά τον πλήρη πολιτικό παροπλισμό των λαών της Ευρώπης με σκοπό τον μελλοντικό ολοκληρωτικό τους έλεγχο. Αυτός είναι άλλωστε και ο πραγματικός πόθος της άρχουσας τάξης πίσω από το ιδεολόγημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, το οποίο μηρυκάζουν ανέμελα διάφορα αμνοερίφια της σοσιαλδημοκρατίας και της χριστιανοδημοκρατίας, ακόμα και υποτιθέμενοι αριστεροί.

Δεν ισχυριζόμαστε ότι για όλα τα κακά του τόπου ευθύνεται η ΕΕ. Ελάχιστη ζημιά θα μπορούσε να προκληθεί στην ελληνική κοινωνία χωρίς τη βοήθεια και την αμέριστη συμπαράσταση του εγχώριου οικονομικού κατεστημένου και χωρίς την προθυμία -ή στην καλύτερη περίπτωση την προσχηματική και χλιαρή εναντίωση- του ντόπιου πολιτικού κατεστημένου στα σχέδια οικονομικοπολιτικής άλωσης της χώρας. Αλλά και από την άλλη ελάχιστα θα είχαν καταφέρει τα εγχώρια αρπακτικά χωρίς τις παραινέσεις και τις απροκάλυπτες παρεμβάσεις της κατά πολύ ισχυρότερης ευρω-ενωσίτικης αγέλης, συνεπικουρούμενης από τους πτωματοφάγους του ΔΝΤ.  

Περί ευρωσκεπτικισμού

Σε έναν τέτοιο γκρίζο ορίζοντα η διατύπωση μόνον επιμέρους επιφυλάξεων απέναντι στην ευρω-ενωσιακή πολιτική αποτελεί είτε εντελώς αφελή είτε –αντιθέτως- πονηρή προσέγγιση. Ο όρος ευρωσκεπτικισμός, έχει πραγματικό νόημα μόνον όταν δηλώνει αμφιβολία και επιφυλάξεις για τον κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό ρόλο που έπαιξε ή μπορεί να παίξει μια-κάποια πραγματική Ευρώπη, ή όταν δηλώνει αμφισβήτηση του ιστορικού και μελλοντικού ρόλου μιας τέτοιας Ευρώπης, προβληματισμό για τα όρια των δυνατοτήτων της στους τομείς της υπεράσπισης και της προώθησης ελευθεριών και δικαιωμάτων, της κοινωνικής πρόνοιας, της συνεργασίας και αλληλεγγύης των λαών  της διαφύλαξης της ειρήνης και του εκδημοκρατισμού.

Η χρήση αυτού του όρου όταν το μόνο που εκφράζεται είναι η αντίθεση στο αφύσικο κατασκεύασμα της υφιστάμενης Ένωσης αποτελεί παραπλανητικό ευφημισμό. Κι αυτό διότι δεν μπορεί να ταυτίζεται η Ευρώπη των πιο πάνω –ανεκπλήρωτων έστω- ιδεωδών, με ό,τι πιο νεοφιλελεύθερο και σε τελευταία ανάλυση πιο αντιευρωπαϊκό θα μπορούσε να εμφανιστεί εντός της, όπως η ΕΕ. Απέναντι σε αυτό το μόρφωμα οι στάσεις ενός κοσμοπολίτη, ενός ευρωπαϊστή και ενός πατριώτη θα όφειλαν λογικά να συμπίπτουν. Για παράδειγμα ο δεύτερος, όσο πιο ευρωπαϊστής θέλει να αισθάνεται, τόσο μεγαλύτερη θα όφειλε λογικά να είναι η αντίθεσή του προς την ΕΕ, τόσο πιο αταλάντευτη η απόρριψή της και πιο επιθυμητή η αντικατάστασή της από έναν αληθινά δημοκρατικό σύνδεσμο αληθινά δημοκρατικών κοινοτήτων, που θα τιμούσε και θα έδινε νέο νόημα στα παραπάνω. Αν ένας τέτοιος σύνδεσμος βρίσκεται ακόμα μακριά μας, πάντως το εν λόγω μόρφωμα δεν μπορεί να αποτελέσει γέφυρα προς εκείνον, καθώς δεν διαθέτει χαρακτηριστικά μεταβατικής μορφής. Οι προτεραιότητές του είναι όχι απλώς διαφορετικές, αλλά εντελώς ασύμβατες και αντίθετες προς εκείνες μιας Ευρώπης των λαών. Είναι εξάλλου μια ένωση που κλείνει κρυφά το μάτι στην ακροδεξιά και που μετατρέπεται βαθμηδόν εξαιτίας της πολιτικής της σε εκκολαπτήριο των αυγών του φιδιού. Δεν χρειαζόμαστε τέτοια εκκολαπτήρια διαθέτοντα μάλιστα ευρωπαϊκή πιστοποίηση, ούτε τα φρικιαστικά αποκυήματά τους.

Το «εκλογικό μέτωπο» κατά της ΕΕ

Αφήνουμε ασχολίαστη τη στάση των γνωστών ευρω-ενωσιτών (δεξιών και συντηρητικών κομμάτων όπως και της πλειοψηφίας εντός του ΣΥΡΙΖΑ) διότι πιστεύουμε ότι τα παραπάνω αποτελούν επαρκή σχόλια για τη στάση και τις συγκεκριμένες επιλογές τους. Αυτό όμως που θεωρούμε άξιο ειδικού σχολιασμού, ίσως γιατί είναι βάσει της κοινής λογικής πιο αξιοπερίεργο, είναι η στάση αριστερών κομμάτων όπως το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Διότι ενώ επιτιμούν με τους πιο σκληρούς χαρακτηρισμούς την ΕΕ θεωρώντας την –και σωστά- υπεύθυνη για την επέκταση και τη περαιτέρω θεσμοθέτηση της «λεηλασίας» σε βάρος των φτωχότερων στρωμάτων και «εργαλείο για τα κέρδη των μονοπωλίων»[i], ενώ διαπιστώνουν ότι είναι ανεπίδεκτη βελτιώσεων[ii] και υποστηρίζουν με αμείωτο πάθος την έξοδό μας από αυτήν, την ίδια στιγμή κατεβάζουν υποψηφίους και δίνουν προεκλογικούς αγώνες για την ενίσχυση της παρουσίας τους στο ευρωκοινοβούλιο, που κατά τις δημόσιες τοποθετήσεις τους είναι ένα όργανο χωρίς ουσιαστική ισχύ, εντός μιας «λυκοσυμμαχίας» που στέκεται «δίπλα στους εκμεταλλευτές, μακριά από τον πολίτη». Αναρωτιόμαστε λοιπόν σχετικά με το νόημα των υποψηφιοτήτων τους και της συμμετοχής τους στις ευρωεκλογές:
1) Αν, παρά τις μέχρι σήμερα δηλώσεις τους, πιστεύουν πλέον (πράγμα απίθανο) ότι η αναμόρφωση της ΕΕ είναι όντως εφικτή, τότε γιατί εξακολουθεί να προπαγανδίζεται το αντίθετο και γιατί θα πρέπει να επιδιωχθεί πάση θυσία η έξοδος από αυτήν;
2) Αν αντιθέτως εξακολουθούν να πιστεύουν όσα δηλώνουν, πως πρόκειται δηλαδή για οργανισμό άκρως συντηρητικό, αντιδραστικό, κατευθυνόμενό από το μεγάλο κεφάλαιο και κυρίως μη επιδεχόμενο αναμόρφωση, τότε προς τι οι αγώνες στο εσωτερικό του;
3) Υπάρχει η όχι νομιμοποίηση της ΕΕ, έστω και μόνο από τη συμμετοχή υποψηφίων κομμάτων και ψηφοφόρων στις ευρωεκλογές; Υπάρχει μήπως στον κοινοβουλευτισμό άλλο ουσιαστικό μέσον νομιμοποιητικό μιας κυβέρνησης (είτε εθνικής είτε υπερεθνικής) από τη συμμετοχή στους θεσμούς της και στον κατ’εξοχήν νομιμοποιητικό, τις εκλογές;

Η υποχρεωτική ψήφος

Δυο λόγια, τέλος, περί υποχρεωτικής ψήφου τα οποία αφορούν κάθε υποχρεωτική ψηφοφορία εκλογική ή μη, επομένως αφορούν όχι μόνο στις ευρωπαϊκές εκλογές αλλά και στις αυτοδιοικητικές και σε όλες τις υπόλοιπες (σημειώνουμε ότι παρότι ο νόμος έχει υπάρξει ανενεργός, φροντίζουν να μας τον επισείουν πάντα ως φοβέρα εν όψει εκλογών):
Ένας άνθρωπος με στοιχειώδη έστω κατανόηση του όρου ελευθερία και με στοιχειώδη έστω συναίσθηση της πολιτικής πραγματικότητας, είναι εύκολο να αντιληφθεί ότι η δια νόμου υποχρέωση συμμετοχής σε εκλογές είναι ένας αισχρός και γελοίος πολιτικός καταναγκασμός. Δεν έχει άλλο σκοπό από την προσδοκία νομιμοποίησης τεσσάρων αντικειμένων: 1) του ίδιου του θεσμού των εκλογών που είναι με τη σειρά του νομιμοποιητικός μηχανισμός, 2) του πολιτικού ρόλου του εκλόγιμου προσώπου ή κόμματος, 3) του πολιτικού θεσμού-οργανισμού που οι εκλεγέντες θα υπηρετήσουν και 4) του συγκεκριμένου πολιτικού συστήματος εντός του οποίου αυτά συμβαίνουν και του οποίου η ύπαρξη και η λειτουργία στηρίζονται σε μέγιστο βαθμό στην εκλογική νομιμοποίηση.

Αυτό που κάνει τον συγκεκριμένο καταναγκασμό ιδιαίτερα αισχρό και γελοίο είναι ότι μας παρουσιάζεται μεταμφιεσμένος στο αντίθετό του, την πολιτική ελευθερία και υπευθυνότητα!
Είναι ανάγκη να καταλάβουν όλοι, ιδίως όμως οι ανεγκέφαλοι που τον προπαγανδίζουν ή όσοι προσβλέπουν στον συγκεκριμένο καταναγκασμό για ίδιον όφελος, ότι ακριβώς επειδή η έννοια της νομιμοποίησης έχει ως προαπαιτούμενο την ελεύθερη βούληση, ο καταναγκασμός την ακυρώνει εξ ορισμού! Πάει να πει ότι όσο ισχύει η νομική υποχρέωση της συμμετοχής του πολίτη σε οποιαδήποτε εκλογική διαδικασία, αυτή η διαδικασία δεν παράγει νομιμοποιητικό εκλογικό αποτέλεσμα. Η «δια νόμου νομιμοποίηση» είναι το πιο σύντομο πολιτικό ανέκδοτο! Για τον λόγο αυτόν θα λέγαμε ότι ακόμα κι αν κάποιος πιστεύει ακράδαντα στην ΕΕ και στην ισχύουσα αυτοδιοικητική ή κρατική οργάνωση και υπό διαφορετικές συνθήκες θα ψήφιζε ευχαρίστως κάποιο πρόσωπο ή κόμμα, έχει πρώτιστο πολιτικό καθήκον να απέχει από τις εκλογές για όσο τουλάχιστον θα βρίσκονται σε ισχύ νόμοι που επιβάλλουν τη συμμετοχή του. Διότι τέτοιοι νόμοι του αφαιρούν ακριβώς τον νομιμοποιητικό του ρόλο, τον μόνο δυστυχώς πολιτικό ρόλο που του έχει απομείνει.



ΑΝΑΦΟΡΕΣ

(ΣΗΜ. Οι τονισμοί είναι δικοί μας)


[i]Ανακοίνωση του ΚΚΕ: «Το πραγματικό δίλημμα των ευρωεκλογών είναι «ναι ή όχι στην ΕΕ και τα κόμματα του ευρωμονόδρομου» και ο λαός πρέπει να το απαντήσει με βάση την πολύχρονη πείρα του, που αποδεικνύει ότι αυτή η λυκοσυμμαχία του έφερε τεράστια δεινά και θα φέρει περισσότερα, γιατί αυτό επιβάλλουν τα συμφέροντα του κεφαλαίου που η ΕΕ προστατεύει […]
Ο δικομματικός καβγάς προεκλογικού χαρακτήρα μεταξύ ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ δε μπορεί να κρύψει ότι σε αυτές τις δυνάμεις συγκαταλέγεται και ο ΣΥΡΙΖΑ, που εξαπατά το λαό ότι αυτό το αντιδραστικό και σάπιο οικοδόμημα μπορεί να εξανθρωπιστεί
(ΚΚΕ: «Δίλημμα είναι το ναι ή όχι στην ΕΕ»)


Μπ. Αγγουράκης, ευρωβουλευτής ΚΚΕ : «Η ψευδεπίγραφα ονομαζόμενη “πολιτική συνοχής” της ΕΕ αποτελεί εργαλείο ενίσχυσης των μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων με χρήματα που λεηλατούνται από την ΕΕ και τις αστικές κυβερνήσεις από το λαϊκό εισόδημα, από την σκληρή εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και των φτωχών αυτοαπασχολούμενων.» (Τέρμα στις θυσίες της εργατικής τάξης για την ενίσχυση των μονοπωλιακών ομίλων και των κερδών τους)

[ii] Γιώργος Βασσάλος, υποψήφιος ευρωβουλευτής ΑΝΤΑΡΣΥΑ: «Η ομαλή μεταρρύθμιση της ΕΕ μέσα από τις πολιτικές διαδικασίες που καθιερώνουν οι Συνθήκες της δεν είναι δυνατή. Ακόμα κι αν κάποτε ήταν, σήμερα σίγουρα δεν είναι πια. Μόνη λύση είναι η αμφισβήτηση του ίδιου του περιφερειακού χαρακτήρα των οικονομιών μας με την αλλαγή της διακλαδικής δομής τους, που μόνο με τις δυνάμεις της εργασίας στο τιμόνι μπορεί να γίνει. Απαραίτητη προϋπόθεση γι’αυτή είναι η αταλάντευτη απόφαση ρήξης με τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό πυρήνα και το πολιτικό οικοδόμημα της ΕΕ.» (Ιεραρχικές σχέσεις μεταξύ κρατών και οργάνων στο εσωτερικό της ΕΕ)

Επίσης του ιδίου: «Εδώ και κάποιες δεκαετίες η ΕΕ προβάλλεται ως εγγυήτρια της δημοκρατίας στην Ευρώπη. Στην πραγματικότητα πρόκειται για εγγυήτρια της πολιτικής εξουσίας της αστικής ολιγαρχίας.[…] Το νόημα της ίδιας της ύπαρξης της ΕΕ είναι να μπορεί η ανώτερη κοινωνική τάξη να επιβάλει βάρβαρες πολιτικές χωρίς ποτέ κανείς να έχει την πολιτική και νομική ευθύνη για τις συνέπειές τους.
Δίπλα στους εκμεταλλευτές, μακριά απ’ τον πολίτη
[…]δεν πρέπει να υπάρχει καμία αυταπάτη ότι η ΕΕ πρόκειται να συμπεριφερθεί ως υπερασπιστής ή εγγυητής των δημοκρατικών ελευθεριών στην Ελλάδα. Η κατεδάφισή τους διενεργείται με βασικό μοχλό την πολιτική της ίδιας της ΕΕ και αυτό είναι εν πλήρη γνώση και συνείδηση των πολιτικών προϊσταμένων της.
[…]Η υπεράσπιση και διεύρυνση του πνεύματος του Διαφωτισμού, των δημοκρατικών και λαϊκών δικαιωμάτων που κατακτήθηκαν μέσα από τις δημοκρατικές και σοσιαλιστικές επαναστάσεις και κινήματα των τελευταίων αιώνων μπορεί μόνο να εξασφαλιστεί μέσω της ρήξης και της εξόδου από την ΕΕ που θα δείξει ότι ένας άλλος δρόμος είναι δυνατός για τους λαούς της Ευρώπης(H EE και η Δημοκρατία: ένας έρωτας προικοθήρα)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου