19/12/12

Η ΓΚ. Σπίβακ στην Αθήνα για την ετήσια διάλεξη Πουλαντζά

Φελίξ Βαλοτόν, «Η αρπαγή της Ευρώπης», 1908
Φελίξ Βαλοτόν, «Η αρπαγή της Ευρώπης», 1908
Η ΓΚ. Σπίβακ στην Αθήνα για την ετήσια διάλεξη Πουλαντζά

του Δημήτρη Καλαντζόπουλου

Tο Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς διοργανώνει την έκτη Ετήσια διάλεξη στη μνήμη του Ν. Πουλαντζά, με ομιλήτρια την καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κολούμπια Γκαγιάτρι Τσακραβόρτι Σπίβακ, μια από τις σημαντικότερες φωνές στον χώρο των μετααποικιακών σπουδών και της φεμινιστικής θεωρίας. Παράλληλα με το πολυσχιδές ακαδημαϊκό της έργο, η Σπίβακ έχει αναπτύξει πλούσια δράση στο κίνημα για την αγροτική εκπαίδευση ιδρύοντας σχολεία και παρέχοντας συνεχή εκπαίδευση σε μαθητές και καθηγητές στη Δυτική Βεγγάλης. Η Σπίβακ θα μιλήσει με θέμα «Η αρπαγή της Ευρώπης από τον ταύρο των αγορών», την Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου, ώρα 19.00, στο Ινστιτούτο Γκαίτε της Αθήνας (Ομήρου 14-16). Την ομιλήτρια και το έργο της θα παρουσιάσει η Σίσσυ Βελισσαρίου. Θα υπάρχει ταυτόχρονη μετάφραση.

Η Gayatri Chakravorty Spivak είναι ιδιαίτερα γνωστή για την πολιτική αξιοποίηση σύγχρονων πολιτισμικών και κριτικών θεωριών, για την αμφισβήτηση της κληρονομιάς της αποικιοκρατίας και την προβληματοποίηση της ανάγνωσης, της λογοτεχνίας και του πολιτισμού.
Οι κριτικές παρεμβάσεις της Σπίβακ τέμνουν ένα μεγάλο εύρος θεωρητικών ενδιαφερόντων, που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τον μαρξισμό, τον φεμινισμό, την αποδόμηση, τη μεταποικιακή θεωρία και την παγκοσμιοποίηση. Η Σπίβακ αμφισβητεί τις κυρίαρχες συμβάσεις της λογοτεχνικής κριτικής και της ακαδημαϊκής φιλοσοφίας, δίνοντας έμφαση σε πολιτισμικά κείμενα ανθρώπων και ομάδων που συνήθως περιθωριοποιούνται από τον κυρίαρχο δυτικό πολιτισμό, όπως οι μετανάστες, η εργατική τάξη, οι γυναίκες και το μετααποικιακό υποκείμενο.

Υπερασπιζόμενη τις φωνές και τα κείμενα τέτοιων ομάδων, η Σπίβακ αμφισβητεί ταυτόχρονα μερικές από τις κυρίαρχες ιδέες της σύγχρονης εποχής, όπως την αντίληψη περί υπεροχής του δυτικού κόσμου έναντι του μη δυτικού στα επίπεδα του πολιτισμού, της δημοκρατίας και της ανάπτυξης, καθώς και αυτή που θεωρεί τη σύγχρονη μετααποικιακή εποχή περισσότερο νεωτερική και προοδευτική σε σχέση με την περίοδο της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας του 19ου αιώνα.

Κατά τη Σπίβακ, οι επιπτώσεις της αποικιοκρατίας δεν εξέλιπαν με την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας για πολλές πρώην αποικίες στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, καθώς οι κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές δομές που εγκαθιδρύθηκαν με την αποικιοκρατία εξακολούθησαν να διαπερνούν την πολιτισμική, πολιτική και οικονομική ζωή των μετααποικιακών εθνών-κρατών. Όπως και μεγάλο μέρος της αντιαποικιακής διανόησης (ενδεικτικά: Frantz Fanon, Partha Chaterje) η Σπίβακ αναδεικνύει την πρόσληψη ενός διακριτού αστικού χαρακτήρα από τον αντιαποικιακό εθνικισμό, ο οποίος συνέτεινε στην αναπαραγωγή των κοινωνικών και πολιτικών ανισοτήτων που ήταν κυρίαρχες κατά την αποικιοκρατία. 
Επιπλέον, διατείνεται ότι η ανάδυση των ΗΠΑ ως παγκόσμιας οικονομικής υπερδύναμης στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα επανασχεδίασε τους αποικιακούς χάρτες εξυπηρετώντας τα συμφέροντα του πολυεθνικού κεφαλαίου και διατηρώντας την υποδεέστερη θέση των γυναικών του «Τρίτου Κόσμου».

Η πολιτική της αποδόμησης

Αναδεικνύοντας την πολιτική αξία της αποδόμησης, η Σπίβακ επικεντρώνεται στα ρητορικά τυφλά σημεία και σφάλματα που σταθεροποιούν συμβατικές εννοιολογήσεις της αλήθειας και της πραγματικότητας. Όπως και άλλοι διανοούμενοι, από τον Ντεριντά και τον Λακλάου μέχρι τον Σαΐντ,
καθιστά κεντρικά τα κειμενικά στοιχεία που μορφοποιούν την πρόσληψη του κοινωνικού κόσμου και έτσι επερωτά τη δυαδική αντίθεση ανάμεσα σε φιλοσοφικά ή λογοτεχνικά κείμενα και τον αποκαλούμενο πραγματικό κόσμο. Όπως ο Σαΐντ και ο Ντεριντά, η Σπίβακ εξετάζει την ύπαρξη ενός δικτύου κειμένων που συγκροτούν τον πραγματικό κόσμο, το οποίο εκτείνεται από τα βρετανικά αποικιακά αρχεία ως τις εξωτερικές πολιτικές των ΗΠΑ, τις εκθέσεις της ηλεκτρονικής χρηματιστηριακής αγοράς και τις εκθέσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας για το χρέος του «Τρίτου Κόσμου». 

Σε αυτό το πλαίσιο, επιχειρεί να αμφισβητήσει μερικές από τις κυρίαρχες ιδέες σχετικά με τη σύγχρονη παγκοσμιοποίηση. Απέναντι στην κυρίαρχη ιδέα πως η ταχύτητα και ευελιξία της τεχνολογίας επιτρέπουν την αποτελεσματική διακρατική κυκλοφορία ανθρώπων, χρήματος και πληροφοριών, αντιτείνει ότι αυτές οι διαδικασίες ρυθμίζονται επικερδώς από τα πλούσια βιομηχανικά έθνη-κράτη του «Πρώτου Κόσμου», ενώ η συντριπτική πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού ζει υπό καθεστώς φτώχειας και καταπίεσης. Και, επισημαίνοντας τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα που εξυπηρετούνται από το οικονομικό κείμενο της παγκοσμιοποίησης, αναδεικνύει την αναπαράσταση του κόσμου από τον «Πρώτο Κόσμο», αποκλείοντας υποδεέστερες ομάδες. Μια τέτοια ριζοσπαστική αμφισβήτηση των ισχυρισμών αλήθειας της δυτικής δημοκρατίας και της παγκοσμιοποίησης επεκτείνει το πεδίο της αποδόμησης από την κειμενική ανάλυση της λογοτεχνίας ή της φιλοσοφία, συμπεριλαμβάνοντας το σύγχρονο οικονομικό και πολιτικό κείμενο.

Σπουδές των υποδεέστερων και φεμινισμός

Εξήντα περίπου χρόνια μετά την ανακήρυξη της εθνικής ανεξαρτησίας της Ινδίας, ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά ερωτήματα που θέτει το έργο της Σπίβακ είναι γιατί ο εθνικισμός απέτυχε να εκπροσωπήσει την πλειοψηφία του ινδικού πληθυσμού. Ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία στην Ινδία κέρδισε την πολιτική υποστήριξη πολλών υποδεέστερων ομάδων, όπως η αγροτική τάξη και οι γυναίκες. Όπως και πολλά άλλα παραδείγματα αντίστασης των υποδεέστερων στην αποικιοκρατία και την ταξική καταπίεση, από τον 18ο αιώνα και μετά, η δράση αυτών των ομάδων αποσιωπείται, σε μεγάλο βαθμό, στην αφήγηση της επίσημης ιστορίας.

Σύμφωνα με τη Σπίβακ, το έργο των ιστορικών των «σπουδών των υποδεέστερων» (Subaltern Studies) επεδίωξε να διορθώσει την αποσιώπηση της ταξικής και έμφυλης αντίστασης από την ινδική αστική ελίτ, ξαναγράφοντας την ιστορία από τα κάτω. Για τους ιστορικούς του ρεύματος αυτού, όπως ο Ranajit Guha, το κίνημα εθνικής ανεξαρτησίας διατήρησε τελικά την υπάρχουσα ταξική δομή στην Ινδία, προσδίδοντας πολιτική και οικονομική εξουσία σε μια μικρή ομάδα της μορφωμένης μεσαίας τάξης, αποκλείοντας, εν μέρει ή πλήρως, το μεγαλύτερο και εξαθλιωμένο μέρος του αγροτικού πληθυσμού από τα οφέλη της εθνικής ανεξαρτησίας. 

Η Σπίβακ, επεξεργαζόμενη περαιτέρω τις εννοιολογήσεις του ρεύματος των «σπουδών των υποδεέστερων», επισημαίνει ότι το δυτικό μαρξιστικό μοντέλο κοινωνικής αλλαγής που υιοθετεί αυτό, δεν ανταποκρίνεται στις σύνθετες ιστορίες της εξέγερσης και της αντίστασης των υποδεέστερων, τις οποίες επιχειρεί να κατανοήσει.

Αυτή η κριτική στο ρεύμα των «σπουδών των υποδεέστερων» αναδεικνύει παραδειγματικά τις επερωτήσεις της σχετικά με την καταλληλότητα των δυτικών θεωρητικών μοντέλων πολιτικής αντίστασης και κοινωνικής αλλαγής, προκειμένου να ανασυγκροτήσουν επαρκώς τις ιστορίες και τις ζωές των υποδεέστερων στην Ινδία. 

Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι οι καθημερινές ζωές πολλών γυναικών του «Τρίτου Κόσμου» είναι τόσο σύνθετες και α-συστηματικές, που δεν είναι δυνατό να συλληφθούν ή να αναπαρασταθούν ευθέως από τα λεξιλόγια της δυτικής κριτικής θεωρίας. Υπ’ αυτό το πρίσμα, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι οι βιωμένες εμπειρίες τέτοιων γυναικών δείχνουν μια κρίση στο εσωτερικό της γνώσης και κατανόησης της δυτικής κριτικής θεωρίας. 

Για τη Σπίβακ, η κρίση της γνώσης αναδεικνύει με έμφαση το ηθικό ρίσκο που υπάρχει όταν διανοούμενοι σε προνομιούχες θέσεις διατυπώνουν πολιτικούς ισχυρισμούς για λογαριασμό καταπιεσμένων ομάδων. Και κάτι τέτοιο ενέχει τον κίνδυνο οι φωνές, οι ζωές και οι αγώνες των γυναικών του «Τρίτου Κόσμου» να αποσιωπηθούν και να περιοριστούν στο εσωτερικό του τεχνικού λεξιλογίου της δυτικής κριτικής θεωρίας.

Επισημαίνοντας τις συνάφειες ανάμεσα στην αποτυχία του ινδικού εθνικισμού να χειραφετήσει τις υποδεέστερες γυναίκες της κατώτερης τάξης και στην κυρίαρχη στη δυτική κοινωνία και πολιτισμό υπόθεση ότι η αναπαραγωγική εργασία των γυναικών είναι άμισθη και οικιακή, η Σπίβακ κομίζει μία ακόμα καίρια συνεισφορά στη φεμινιστική σκέψη: την κριτική του δυτικού φεμινισμού, ιδιαίτερα της αξίωσής του οικουμενικής εκπροσώπησης όλων των γυναικών, ανεξαρτήτως τάξης, θρησκείας, πολιτισμού, γλώσσας και εθνικότητας. Επερωτά την παγκόσμια αλληλεγγύη ανάμεσα στις γυναίκες του «Πρώτου» και του «Τρίτου Κόσμου», αναδεικνύοντας ως κεντρική τη συνάφεια ανάμεσα στον δυτικό φεμινισμό και στον ιμπεριαλισμό. 

Με αυτό τον τρόπο, επεκτείνει και εμβαθύνει τους κριτικούς όρους και την πολιτική στοχοθεσία του φεμινισμού με άξονα την προβληματική της διαφορετικότητας.

Ο Δημήτρης Καλαντζόπουλος είναι υποψήφιος διδάκτορας στο King‘s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.

πηγή: enthemata.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου