2/8/12

Η μαρξιστική θεωρία για τις οικονομικές κρίσεις

του Γιάννη Τόλιου*

Η νέα διεθνής οικονομική κρίση του καπιταλισμού που τα τελευταία χρόνια πλήττει με ιδιαίτερη σφοδρότητα τις «περιφερειακές» οικονομίες της ευρωζώνης και την οποία ο ελληνικός λαός βιώνει με τραγικό τρόπο, φέρνει και πάλι στο προσκήνιο τη συζήτηση για τις αιτίες, τις συνέπειες και πάνω απ' όλα τις πολιτικές εξόδου από την κρίση. Ο Μαρξ ήταν ο πρώτος διανοητής που αναλύοντας σε βάθος τους νόμους κίνησης και τις αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, προσδιόρισε τις βαθύτερες αιτίες, τις σύνθετες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες και τη δυνατότητα οριστικής υπέρβασης των κρίσεων. Στο βασικό έργο της ζωής του, το Κεφάλαιο, αναλύοντας τους όρους παραγωγής, κυκλοφορίας και αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου, έκανε μεταξύ άλλων «ανατομία» των οικονομικών-κυκλικών κρίσεων, καθώς και της ιστορικής τάσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης, προσδιορίζοντας τον «ιστορικά» παροδικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος.

Από τη δημοσίευση του Γ΄ τόμου του Κεφαλαίου1, πέρασαν ήδη πάνω από εκατό χρόνια, στη διάρκεια των οποίων η μαρξιστική θεωρία των κρίσεων εμπλουτίστηκε και από άλλες μαρξιστικές και μη προσεγγίσεις (θεωρία «διαρθρωτικών» κρίσεων ή κύκλοι «Κοντράτιεφ», θεωρίες για τις «κλαδικές» κρίσεις, όπως ενεργειακή, πρώτων υλών, διατροφική, κρίση περιβάλλοντος κ.ά.). Ωστόσο η σημασία της ανάλυσης του Μαρξ, από μεθοδολογική και θεωρητική άποψη, παραμένει πάντα επίκαιρη και αποτελεί σημείο αναφοράς, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για τις σύγχρονες οικονομικές κρίσεις. Σε αυτό το άρθρο θα περιοριστούμε στη συνοπτική παρουσίαση της «κλασικής» μαρξιστικής προσέγγισης για τις αιτίες, το χαρακτήρα και τις συνέπειες των οικονομικών κρίσεων, καθώς και τη σύνδεσή τους με την ταξική πάλη και την προοπτική υπέρβασης του καπιταλισμού, προς μια ανώτερη κοινωνία, τη σοσιαλιστική και κομμουνιστική.
 
Οι αιτίες των οικονομικών κρίσεων

Η δυνατότητα εμφάνισης των κρίσεων υπάρχει ως πιθανότητα ακόμα και από την απλή εμπορευματική παραγωγή με την εμφάνιση του χρήματος ως μέσου ανταλλαγής και πληρωμής. Ωστόσο αυτές γίνονται αναπόφευκτες μόνο στην αναπτυγμένη καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή.
Ιστορικά, η πρώτη οικονομική κρίση ξέσπασε στην Αγγλία το 1825 και μεταγενέστερα και σε άλλες χώρες. Επίσης η πρώτη παγκόσμια οικονομική κρίση ξέσπασε το 1857 και αγκάλιασε τις κυριότερες τότε αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, ενώ στην πορεία επακολούθησαν και άλλες κρίσεις ανά 8-10 χρόνια. Οι πιο σημαντικές σε έκταση και βάθος ήταν αυτές του 1882-83, του 1929-33, του 1973-74 και η τελευταία του 2009-10, που γενικά δεν έχει ξεπεραστεί και για ορισμένες χώρες της ευρωζώνης όπως οι Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, κ.λπ., βαίνει επιδεινούμενη ως σήμερα. Υπάρχουν βέβαια πλήθος ακόμη τοπικές κρίσεις που θα μπορούσε να αναφερθούν, αλλά και μόνο οι παραπάνω αρκούν για να δείξουν ότι δεν πρόκειται για κάτι συμπτωματικό και να θέσουν το ερώτημα σχετικά με τις αιτίες τους.
Όπως έδειξε ο Μαρξ, η βαθύτερη αιτία των κρίσεων στον καπιταλισμό, βρίσκεται στο χαρακτήρα των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων και ειδικότερα στην αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στην ατομική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της. Ειδικότερα, με την ανάπτυξη του καταμερισμού της εργασίας στα πλαίσια των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, κάθε ατομική εργασία γίνεται ένας κρίκος στο σύνολο της κοινωνικής εργασίας και η ξεχωριστή παραγωγή γίνεται ένα τμήμα της συνολικής παραγωγής. Όμως, παρά τον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής, εξαιτίας της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής τα αποτελέσματά της τα ιδιοποιούνται οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, οι καπιταλιστές, ενώ οι εργάτες παίρνουν μόνο τα αναγκαία μέσα ύπαρξης (στην καλύτερη περίπτωση την αξία της εργατικής τους δύναμης) με τη μορφή μισθού. Μοναδικός και απόλυτος σκοπός των καπιταλιστών είναι η παραγωγή και ιδιοποίηση υπεραξίας και σε συνέχεια κέρδους2, που έχει ως πηγή την απλήρωτη εργασία των μισθωτών εργατών.

Από τη βασική αντίθεση του καπιταλισμού, προκύπτουν μια σειρά παράγωγες αντιθέσεις, οι οποίες αποτελούν μορφές εκδήλωσης της βασικής και οι οποίες οδηγούν την καπιταλιστική οικονομία σε κρίσεις υπερπαραγωγής3. Ειδικότερα, μια από τις κυριότερες μορφές εκδήλωσης της βασικής αντίθεσης, είναι η αντίθεση μεταξύ «παραγωγής και κατανάλωσης». Επειδή ο σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής είναι η επίτευξη του μέγιστου κέρδους, υπάρχει τάση για απεριόριστη αύξηση της παραγωγής. Ωστόσο η απορρόφησή της προσκρούει στα περιορισμένα όρια της αγοραστικής δύναμης των εργατών και των λαϊκών στρωμάτων. Όπως επισημαίνει ο Μαρξ, «όσο πιο πολύ αναπτύσσεται η παραγωγική δύναμη, τόσο πιο πολύ η δύναμη αυτή έρχεται σε αντίθεση με τα στενά πλαίσια που καθορίζουν οι σχέσεις κατανάλωσης4 ».

Πολλοί, μεταξύ αυτών και αρκετοί μαρξιστές5, αποδίδουν την κύρια αιτία των κρίσεων στην «υποκατανάλωση» των μαζών. Ωστόσο, αν θεωρήσουμε την κατάσταση «υποκατανάλωσης» ως αυτοτελή αιτία, βγαίνει το συμπέρασμα ότι οι κρίσεις πρέπει να έχουν χρόνιο και αδιάκοπο χαρακτήρα, ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν μια φάση του κύκλου της κεφαλαιοκρατικής αναπαραγωγής μετά τη φάση της «ανόδου», όπως θα δούμε στη συνέχεια. Ο Λένιν, ασκώντας κριτική στις θεωρίες της «υποκατανάλωσης», τόνιζε ότι «η υποκατανάλωση (που εξηγεί τάχα τις κρίσεις) υπήρχε στα πιο διαφορετικά οικονομικά καθεστώτα, ενώ οι κρίσεις αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα μόνον ενός καθεστώτος – του κεφαλαιοκρατικού6».

Μια άλλη μορφή εκδήλωσης της βασικής αιτίας των κρίσεων είναι η αντίθεση μεταξύ της οργάνωσης της παραγωγής στα πλαίσια των ξεχωριστών επιχειρήσεων και της αναρχίας στην παραγωγή στο σύνολο της κοινωνίας, η οποία δημιουργεί δυσαναλογίες και ανισομέρειες στην ανάπτυξη κλάδων και τομέων με τεράστιο κοινωνικό κόστος. Η αδυναμία αναλογικής και ισόρροπης ανάπτυξης, οφείλεται στην ατομική ιδιοκτησία των βασικών μέσων παραγωγής που κάνει αδύνατο το σχεδιασμό σε κοινωνική κλίμακα, γι' αυτό και οι διάφορες ρυθμίσεις για μείωση των δυσαναλογιών στα πλαίσια του κρατικού παρεμβατισμού έχουν περιορισμένα αποτελέσματα.

Μία άλλη μορφή εκδήλωσης της βασικής αιτίας των κρίσεων, είναι η αντίθεση μεταξύ «σκοπού και μέσου» της καπιταλιστικής παραγωγής. Η επιδίωξη απόσπασης όλο και μεγαλύτερης υπεραξίας και τελικά κέρδους, οδηγεί τους καπιταλιστές σε τεχνολογικές και οργανωτικές καινοτομίες και στη συγκέντρωση της παραγωγής σε μεγαλύτερες μονάδες για τη δημιουργία «οικονομιών κλίμακας» και απόκτησης μονοπωλιακού πλεονεκτήματος. 

Ωστόσο, η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση της παραγωγής και κεφαλαίου, αυξάνει την οργανική του σύνθεση. Δηλαδή, μειώνει την αναλογία «μεταβλητού κεφαλαίου» (ζωντανή εργασία) σε σχέση με το «σταθερό» (υλοποιημένη εργασία στα μέσα παραγωγής) και οδηγεί σε μείωση του μέσου ποσοστού του κέρδους7

Η συγκεκριμένη διαδικασία επιτείνεται λόγω επιβράδυνσης της περιστροφής του κοινωνικού κεφαλαίου, εξαιτίας της αύξησης του «σταθερού» τμήματος και της αυξανόμενης δυσκολίας ρευστοποίησης των εμπορευμάτων. Σαν αποτέλεσμα μειώνεται η ετήσια μάζα υπεραξίας που ιδιοποιείται κάθε ξεχωριστό κεφάλαιο και κατά προέκταση μειώνεται και το μέσο ποσοστό κέρδους.

Η πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους αποδυναμώνει με τη σειρά της το κίνητρο «διευρυμένης αναπαραγωγής» και ενισχύει την τάση εντατικότερης εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, με την απόσπαση μεγαλύτερης υπεραξίας (απόλυτης και σχετικής), μειώνοντας παράλληλα την αγοραστική δύναμη των εργατών και δυσκολεύοντας τη διάθεση της παραγωγής. Έτσι, ενώ οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έχουν τη δυνατότητα παραγωγής περισσότερων αγαθών (αξιών χρήσης) για την κοινωνία, σε σχέση με τις ανάγκες του κεφαλαίου (ως μιας προκαταβεβλημένης αξίας που πρέπει αέναα να αυτοαυξάνεται), αποτελούν τελικά εμπόδιο. 

Με άλλα λόγια, ο «σκοπός» της καπιταλιστικής παραγωγής έρχεται σε αντίθεση με το «μέσο». Το υπερ-συσσωρευμένο κεφάλαιο που δεν μπορεί να παράγει κέρδος, σηματοδοτεί την κρίση, δηλαδή διακοπή ή μείωση της παραγωγής. Η αντικειμενική δυνατότητα αύξησης της κοινωνικής παραγωγής, έρχεται σε αντίθεση με τα στενά όρια του σκοπού της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, την αύξηση της αξίας του υπάρχοντος κεφαλαίου.
Τέλος, μια ακόμη μορφή εκδήλωσης της βασικής αιτίας των κρίσεων, είναι σε κοινωνικό επίπεδο η αντίθεση μεταξύ εργατικής και αστικής τάξης. Η αντίθεση αυτή εκφράζεται στο γεγονός ότι σε συνθήκες κρίσης επιδεινώνεται η θέση της εργατικής τάξης η οποία εξαθλιώνεται «σχετικά» και «απόλυτα». Αυξάνει κατακόρυφα η ανεργία, ενώ μένουν ακινητοποιημένα σημαντικά μέσα παραγωγής. Πολλά εμπορεύματα παραμένουν απούλητα και καταστρέφονται, ενώ η μεγάλη μάζα των μισθωτών και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα ζουν στη φτώχεια και στην ανέχεια. Η ταξική πάλη σε συνθήκες κρίσης οξύνεται με τις αντιστάσεις, διαμαρτυρίες και κοινωνικές συγκρούσεις ανάμεσα στην εργατική και την αστική τάξη, ενώ έρχεται πιο καθαρά στο προσκήνιο η ιστορική αναγκαιότητα υπέρβασης του καπιταλιστικού συστήματος, ως ριζικού τρόπου υπέρβασης των κρίσεων.

Τα κυριότερα χαρακτηριστικά των κυκλικών κρίσεων

Η διαδικασία της καπιταλιστικής αναπαραγωγής έχει κυκλικό χαρακτήρα, περνώντας από τέσσερις διακριτές φάσεις. Την κρίση, ύφεση, αναζωογόνηση, άνοδο, και κατόπιν εκ νέου τη νέα κρίση, κοκ. Ο καπιταλιστικός κύκλος είναι διαδικασία «κίνησης» της καπιταλιστικής οικονομίας από τη μια κρίση υπερπαραγωγής στην άλλη. Η «κρίση» αποτελεί την κύρια φάση του κύκλου στη διάρκεια της οποίας αποκαθίστανται έστω και προσωρινά, οι διαταραγμένες αναλογίες της κοινωνικής παραγωγής. Τα πρώτα σημάδια της κρίσης είναι οι δυσκολίες διάθεσης των παραχθέντων εμπορευμάτων. Αυξάνει η ζήτηση πιστωτικού κεφαλαίου και ανεβαίνουν τα επιτόκια. Βαθμιαία η κρίση αγκαλιάζει όλες τις σφαίρες της οικονομίας. Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός οξύνεται. Η παραγωγή πέφτει, η ανεργία αυξάνει, μειώνεται η αγοραστική δύναμη των εργατών, εντείνεται η εκμετάλλευση των εργαζόμενων με εντατικοποίηση της εργασίας και περικοπές μισθών. Η φάση της κρίσης διαρκεί 6-12 μήνες, ορισμένες φορές και περισσότερο, ανάλογα με τις ιδιομορφίες της συγκεκριμένης κρίσης και τις εθνικές ιδιαιτερότητες.
Τη φάση της κρίσης ακολουθεί η «ύφεση», όπου η παραγωγή κινείται σε χαμηλά επίπεδα. Επέρχεται βαθμιαία μείωση αποθεμάτων (υπερπαραγωγή εμπορευμάτων), λόγω φυσικής απαξίωσης, είτε λόγω πτώσης τιμών. Πολλές επιχειρήσεις κλείνουν, οι εξαγορές και συγχωνεύσεις εντείνονται, συντελείται τεχνολογικός εκσυγχρονισμός της παραγωγής. Βαθμιαία η ρευστοποίηση εμπορευμάτων αυξάνει και σταματά η πτώση των τιμών. Τη φάση της ύφεσης διαδέχεται η «αναζωογόνηση», όπου επιταχύνεται η ανανέωση του παγίου κεφαλαίου, αυξάνει η παραγωγικότητα εργασίας και το κυνήγι του κέρδους. Η ανάπτυξη της υποδιαίρεσης Ι (όπως αποκαλεί ο Μαρξ την παραγωγή μέσων παραγωγής), συνοδεύεται από αύξηση της απασχόλησης, αύξηση εργατικών μισθών, αύξηση καταναλωτικής ζήτησης και αντίστοιχα της παραγωγής της υποδιαίρεσης ΙΙ (της παραγωγής ειδών κατανάλωσης). Ο όγκος παραγωγής φθάνει στα επίπεδα πριν από την κρίση. Τη φάση της αναζωογόνησης διαδέχεται η φάση της «ανόδου», η οποία χαρακτηρίζεται από αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής. Αυξάνει η ζήτηση πιστωτικού (δανειακού) κεφαλαίου και το ύψος των κερδών. Αυξάνει η τιμή των μετοχών και χρηματοπιστωτικών «προϊόντων», καθώς και η χρηματιστηριακή κερδοσκοπία. Διευρύνονται παράλληλα οι διαστάσεις της παραγωγής και δημιουργούνται οι υλικοί όροι μιας νέας κρίσης υπερπαραγωγής.
 
Η «εξυγιαντική» επίδραση των κρίσεων

Μια σημαντική διάσταση της θεωρίας του Μαρξ για τις κρίσεις αφορά τον «εξυγιαντικό ρόλο» των οικονομικών κρίσεων στη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος, για όσο αυτό εξακολουθεί να υπάρχει. Αυτό συμβαίνει, όπως ήδη σημειώθηκε, λόγω της αποκατάστασης, έστω και προσωρινά, των διαταραγμένων αναλογιών της παραγωγής, που πετυχαίνεται μέσω της κρίσης. Η καταστροφή των συσσωρευμένων μη κερδοφόρων κεφαλαίων, δημιουργεί ένα ευρύ πεδίο δράσης και κερδοφορίας για τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις που επιβιώνουν, θέτοντας έτσι τις προϋποθέσεις για μια νέα άνοδο.

Υπάρχουν δυο βασικοί τρόποι με τους οποίους οι καπιταλιστές που επιβιώνουν επωφελούνται από την καταστροφή κεφαλαίων στη διάρκεια της κρίσης. 
Πρώτα, το κλείσιμο επιχειρήσεων, ρίχνοντας ένα μεγάλο κομμάτι της εργατικής τάξης στην ανεργία, αυξάνει τον ανταγωνισμό των εργατών για δουλειά επιτρέποντας στο κεφάλαιο να χαμηλώνει τους μισθούς. Αυτό δημιουργεί ευνοϊκούς όρους για αυξημένη κερδοφορία στην αρχή του νέου κύκλου, επιτρέποντας να ξεκινήσει εκ νέου η συσσώρευση του κεφαλαίου.

Κατά δεύτερο λόγο, η κρίση απαξιώνει τα περιουσιακά στοιχεία των επιχειρήσεων, τα οποία στη φάση της ανόδου φουσκώνουν υπερβολικά. Ένας καπιταλιστής στα πρόθυρα της χρεοκοπίας όμως θα είναι διατεθειμένος να πουλήσει σε ακόμη πιο εξευτελιστικές τιμές κεφαλαιουχικά στοιχεία, τμήματα της επιχείρησης, μετοχές, κ.λπ., ώστε να αποσβέσει τα χρέη του. Αυτό αποτελεί μια πρόσθετη πηγή κερδοφορίας για τους εναπομείναντες καπιταλιστές. Με αυτό τον τρόπο, οι κρίσεις δίνουν ισχυρή ώθηση στο σχηματισμό των μονοπωλίων, που κυριαρχούν πλέον στην αγορά.
Τελικά, η καπιταλιστική οικονομία φτάνει έτσι σε ένα νέο σημείο εκκίνησης. Όπως λέει ο Μαρξ, «Η στασιμότητα της παραγωγής θα έχει έτσι προετοιμάσει –μέσα σε καπιταλιστικά όρια– μια επακόλουθη επέκταση της παραγωγής. Και έτσι ο κύκλος ξεκινά εκ νέου την πορεία του»  – τίθεται η βάση για μια νέα επέκταση, αλλά πάντα με ένα τεράστιο ανθρώπινο και κοινωνικό κόστος, από τις καταστροφές που έχει εν τω μεταξύ επιφέρει η κρίση.

Ταξική πάλη και σοσιαλιστική προοπτική

Η μαρξιστική θεωρία των οικονομικών κρίσεων αποδεικνύει τις βαθιές αντιφάσεις και τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα των οικονομικών σχέσεων του καπιταλισμού. Διευκολύνει στην κατανόηση των οικονομικών νόμων κίνησης της σύγχρονης αστικής κοινωνίας. Ειδικότερα οι κρίσεις αποκαλύπτουν στους εργαζόμενους και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα τις αγιάτρευτες ανεπάρκειες και πληγές του καπιταλισμού. Την κατασπατάληση παραγωγικών δυνάμεων, τη ληστρική εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, τον τεράστιο αριθμό ανέργων, την αρπακτική αξιοποίηση των φυσικών πόρων, κ.ά. Η μαρξιστική θεωρία των κρίσεων δείχνει ότι ο καπιταλισμός ενεργεί όχι μόνο ως μορφή ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων αλλά και ως μορφή τροχοπέδησης και καταστροφής τους. Όσο πιο αναπτυγμένος είναι ο καπιταλισμός, τόσο πιο καθαρά δείχνει την ανικανότητά του να αναπτύξει και να αξιοποιήσει τις παραγωγικές δυνάμεις προς όφελος της κοινωνίας.

Η κρίση δεν οξύνει μόνο την ταξική πάλη ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη για την κατανομή και ανακατανομή του παραγόμενου προϊόντος, αλλά και για την οριστική εξάλειψη των κρίσεων με την υπέρβαση του καπιταλισμού. Με άλλα λόγια η κρίση βοηθάει αντικειμενικά την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα να συνειδητοποιήσουν την αναγκαιότητα ανατροπής των κυρίαρχων καπιταλιστικών σχέσεων και μετάβασης σε ένα ανώτερο σύστημα, στο σοσιαλισμό, όπου σύμφωνα με τη διορατική επισήμανση του Μαρξ, στη θέση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου ιδιοποίησης που στηρίζεται στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, θα μπει η κοινή κατοχή της γης και των μέσων παραγωγής από τους συνεταιρισμένους παραγωγούς και η κοινωνία θα γράψει στη σημαία της «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του9».

Η αναγκαιότητα του σοσιαλισμού επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι στην τωρινή μεγάλη παγκόσμια κρίση, η αστική τάξη δεν είναι ικανή να επιτύχει μια διέξοδο με παραδοσιακά μέσα, επιτρέποντας τη μαζική καταστροφή κεφαλαίων. Με την εξαίρεση μερικών μεγάλων χρηματοπιστωτικών εταιρειών όπως η Lehman Brothers στην αρχή της κρίσης και μερικών βιομηχανιών, η κυβέρνηση Ομπάμα και οι άλλες κυβερνήσεις απέτρεψαν τη χρεοκοπία μονοπωλιακών κολοσσών και τραπεζών, παρεμβαίνοντας με πακέτα σωτηρίας τρις δολαρίων, ακόμη και όταν ήταν καταφανώς χρεοκοπημένες. Η αιτία θα βρεθεί στην κοινωνικοποίηση της παραγωγής που έχει εκπληρώσει ο καπιταλισμός: οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι τράπεζες είναι τόσο στενά συνυφασμένες μεταξύ τους, που η χρεοκοπία έστω και λίγων από αυτές θα παρέσερνε με μορφή ντόμινο και τις άλλες. 

Με άλλα λόγια, η κοινωνικοποίηση έχει φτάσει στο σημείο να αντιφάσκει με τις καπιταλιστικές σχέσεις – όπως δείχνει η παρατεινόμενη αδυναμία των κυβερνήσεων να βγουν από την ύφεση, οι κλυδωνισμοί της ευρωζώνης, κ.λπ., μόνο μια διέξοδος με σοσιαλιστικά μέτρα ή με μέτρα προπαρασκευαστικά για το σοσιαλισμό είναι όντως δυνατή.
Δεν πρόκειται λοιπόν για μεσσιανική θεώρηση της κοινωνικής εξέλιξης, αλλά για το «ιστορικά αναγκαίο» που απορρέει από τη «διαλεκτική των πραγμάτων». Κινητήρια δύναμη αυτής της ανατροπής είναι οι κοινωνικές δυνάμεις που έχουν ζωτικό συμφέρον και πρώτα απ' όλα ο κόσμος της μισθωτής εργασίας.

Η σημερινή κρίση στην Ελλάδα και ο δρόμος εξόδου

Η πιο πάνω ανάλυση των οικονομικών κρίσεων υπερπαραγωγής (ή κρίσεων υπερ-συσσώρευσης κεφαλαίου), έγινε με αφαίρεση των επιδράσεων του εξωτερικού τομέα και των πολιτικών κρατικής ρύθμισης της λεγόμενης «αντικυκλικής πολιτικής». Ειδικότερα, σε συνθήκες «φιλελευθεροποίησης» και αυξανόμενης «παγκοσμιοποίησης» των οικονομικών σχέσεων, οι κυκλικές κρίσεις σε κάθε χώρα, χωρίς να χάνουν τα «κλασικά» τους χαρακτηριστικά, αλληλοεπηρεάζονται, υφίστανται τροποποιήσεις, ενώ οι συνέπειές τους είναι ιδιαίτερα επώδυνες για τις «αδύναμες» και «ανοικτές» οικονομίες, ιδιαίτερα των χωρών της «περιφέρειας» της ευρωζώνης, όπως η ελληνική. Γι' αυτό και ο ελληνικός λαός τα τρία τελευταία χρόνια, βιώνει μια πρωτοφανή κρίση με τεράστια μείωση του ΑΕΠ (20%), εκρηκτική αύξηση ανεργίας (22%), πτώση βιοτικού επιπέδου, άπλωμα φτώχειας και κοινωνική περιθωριοποίηση.

Πρόκειται για μια οικονομική κρίση που εκτός από τις αντιφάσεις της κεφαλαιοκρατικής αναπαραγωγής σε εθνικό επίπεδο, εμπεριέχει τις συνέπειες της κρίσης της ευρωζώνης και των ακραίων νεοφιλελεύθερων μέτρων που προωθούνται, με τα γνωστά «Μνημόνια», στο όνομα της αντιμετώπισής της. 

Ωστόσο γίνεται καθαρό ότι οι συγκεκριμένες πολιτικές δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν την κρίση με όρους συστήματος και να αποφύγουν την όξυνση της ταξικής πάλης και αμφισβήτησης συνολικά του καπιταλιστικού συστήματος. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά στην ελληνική κοινωνία προβάλλει σαν αναγκαιότητα «φυσικού νόμου», η εφαρμογή μιας εναλλακτικής πολιτικής «προοδευτικής εξόδου από την κρίση», που θα αμφισβητεί το DNA του νεοφιλελευθερισμού και του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, αφήνοντας ανοικτό τον ορίζοντα της σοσιαλιστικής προοπτικής.

Σημειώσεις

1. Ο πρώτος τόμος του Κεφαλαίου δημοσιεύτηκε το 1867, ενώ οι υπόλοιποι μετά το θάνατο του Μαρξ (1883). Την επιμέλεια των χειρογράφων είχε αναλάβει ο ίδιος ο Ένγκελς. Το 1885 εκδόθηκε ο δεύτερος τόμος ο οποίος επανεκδόθηκε από τον ίδιο το 1893 με οριακές βελτιώσεις, ενώ το 1894 εκδόθηκε ο τρίτος. Τέλος, ο τέταρτος τόμος που αναφέρεται στις «θεωρίες για την υπεραξία» (τρία βιβλία), εκδόθηκε αργότερα, αρχικά από τον Κάουτσκι (1905-1910) με πολλές παραλείψεις, ενώ η πλήρης έκδοση έγινε από το Ινστιτούτο Μαρξισμού-Λενινισμού της Μόσχας, από το 1954 ως το 1961.
2. Όπως σημειώνει ο Μαρξ, «η διεύρυνση ή μείωση της παραγωγής καθορίζεται όχι από το συσχετισμό της κοινωνικής παραγωγής και τις κοινωνικές ανάγκες των αναπτυγμένων ανθρώπων, αλλά από την ιδιοποίηση της απλήρωτης εργασίας... Καθορίζεται από το κέρδος και το συσχετισμό του κέρδους που φέρνει στο κεφάλαιο... Η παραγωγή ανακόπτεται όχι όταν το απαιτεί η ικανοποίηση των αναγκών, αλλά όταν αυτό απαιτεί η παραγωγή και η πραγματοποίηση κέρδους». (Μαρξ-Ένγκελς, Άπαντα, τόμ.25, σελ. 283-284, ρωσ. έκδ.).
3. Όταν μιλάμε για κρίσεις «υπερπαραγωγής», δεν αναφερόμαστε σε κρίσεις υπεραφθονίας αγαθών τα οποία δεν μπορεί να καταναλώσει η κοινωνία, αλλά σε κρίσεις υπερπαραγωγής με βάση τις ανάγκες του κεφαλαίου (παραγωγή και ιδιοποίηση υπεραξίας με τη μορφή κέρδους, τόκου ή γαιοπροσόδου). Στην ουσία πρόκειται για «υπερπαραγωγή» ή «υπερσυσσώρευση» κεφαλαίου, είτε σε μορφή εμπορευμάτων, είτε αργούντων παραγωγικών μέσων, είτε χρηματοπιστωτικής μορφής (πλασματικό κεφάλαιο), που αδυνατεί να αποφέρει στους κατόχους του ένα πρόσθετο οικονομικό όφελος (έσοδο) στο αρχικό τους κεφάλαιο (προκαταβεβλημένη αξία).
4. Μαρξ-Ένγκελς, Άπαντα, τόμ.25, σελ. 268 (ρωσ. έκδ.).
5. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ξεκινώντας από τη θεωρία της «υποκατανάλωσης» του Σισμοντί, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι η αντίθεση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης είναι αξεπέραστο εμπόδιο για την καπιταλιστική συσσώρευση και τη διευρυμένη αναπαραγωγή. Ανάλογη αντίληψη είχε και ο Κάουτσκι που θεωρούσε ότι αιτία των κρίσεων ήταν η υποκατανάλωση της εργατικής τάξης. Βασικό μεθοδολογικό λάθος των θεωριών «υποκατανάλωσης», είναι ότι θεωρούν ως αποφασιστικού ρόλου στην αναπαραγωγή του κοινωνικού προϊόντος, όχι τη σφαίρα της παραγωγής, αλλά της κατανομής και κατανάλωσής του.
6. Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ.2, σελ.159 (ρωσ. έκδ.).
7. Σχετικά με το ρόλο της «πτώσης του μέσου ποσοστού του κέρδους» στην εμφάνιση των κρίσεων, υπάρχουν κι εδώ μονομερείς προσεγγίσεις, μεταξύ άλλων και από πολλούς μαρξιστές, όπου μια μορφή εκδήλωσης της βασικής αιτίας των κρίσεων, ανάγεται σε αυτοτελή αιτία. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στην πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους, λόγω αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και επιβράδυνσης της περιστροφής του κοινωνικού κεφαλαίου, υπάρχουν παράγοντες που ανακόπτουν ή επιβραδύνουν τη σχετική τάση. Η ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, η επιβολή μονοπωλιακών τιμών από μεγάλες επιχειρήσεις, οι τεχνολογικές καινοτομίες, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, το φθήνεμα των μέσων συντήρησης του εργάτη, κ.ά., αποτελούν παράγοντες επιβράδυνσης της τάσης μείωσης του μέσου ποσοστού κέρδους, χωρίς ωστόσο να την ανακόπτουν πλήρως.
8. Κ. Μαρξ, Capital, τόμ. 3, κεφ. 15, μέρος 3, 11-12, όπως παρατίθεται στο St. Easterling, «Marx's Theory of Economic Crisis», International Socialist Review, τεύχ. 32, Nov.-Dec. 2003.
9. Κ. Μαρξ, «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», στο Μαρξ-Ένγκελς, Διαλεκτά Έργα, τόμος ΙΙ, σελ. 15, Αθήνα, εκδ. «Αναγνωστίδη».
* Ο Γιάννης Τόλιος είναι διδάκτωρ οικονομικών επιστημών. Το παρόν κείμενο περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα της Μαρξιστικής Σκέψης στους Μαρξ και Γκράμσι, τόμ. 6, σελ. 220-27. 

Πηγή: ίσκρα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου