25/2/11

Οι ναρκισσισμοί των μικρών διαφορών μας αδρανοποιούν


 
του Κώστα Δουζίνα

Πριν έναν περίπου χρόνο, τον Φεβρουάριο του 2010, όταν οι ευρωπαϊκές και ντόπιες ελίτ επέβαλλαν στην Ελλάδα τα πρώτα μέτρα λιτότητας, το επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον ήταν ότι χωρίς αυτά η κρίση θα εξαπλωνόταν στην Ευρώπη, απειλώντας το ευρώ. 

Σε ένα άρθρο μου στην εφημερίδα Guardian υποστήριζα τότε ότι ο κύριος κίνδυνος εξάπλωσης και «μόλυνσης» προερχόταν από την αναμενόμενη αντίσταση του ελληνικού λαού· μια μικρή γνώση της ελληνικής ιστορίας μας προετοίμαζε για το τι μπορούσε να ακολουθήσει. 
Η αντίσταση σαρώνει σήμερα όλη την Ευρώπη: η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, η Ισπανία αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο κύμα διαδηλώσεων και διαμαρτυρίας των τελευταίων τριάντα χρόνων. 

Οι ελληνικές κινητοποιήσεις ενθάρρυναν τους λαούς, οδηγώντας στην πρώτη πανευρωπαϊκή καμπάνια για τα κοινωνικά θέματα. Άκουσα το σύνθημα «Θα τα κάνουμε Αθήνα» στην Μπογκοτά της Κολομβίας και στο Λονδίνο. Οι άγγλοι φοιτητές που βγήκαν στους δρόμους ενάντια στην ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση του Πανεπιστημίου, ακολούθησαν τις ελληνικές πρακτικές -αν και απέτυχαν να κάψουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο στην Τραφάλγκαρ Σκουέρ. 

Η εξέγερση στην Αίγυπτο και το κίνημα των μεταναστών εδώ είναι κι αυτές έμμεση απάντηση στην παγκόσμια κρίση. Μπήκαμε πια στο τέλος της «νέας παγκόσμιας τάξης» που κηρύχθηκε το 1989.

Πού βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα, η οποία αποτέλεσε το υπόδειγμα της αντίστασης; Ως Έλληνας του εξωτερικού, δεν συμμερίζομαι μια σχετική απογοήτευση που εκφράζεται χαμηλόφωνα αυτή τη στιγμή. 

Ένας ιρλανδός φίλος, μου έλεγε πρόσφατα: «Εσείς οι Έλληνες, είστε έτη φωτός μπροστά σε πολιτική ωριμότητα και ετοιμότητα δράσης». Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να εξετάσουμε πού βρισκόμαστε και να αναζητήσουμε ευθύνες. Και πιστεύω ότι τεράστιες ευθύνες έχουν οι «δημόσιοι διανοούμενοι», οι δημοσιογράφοι και η Αριστερά.

Η σιωπή των ελλήνων πνευματικών ποιμένων και ταγών, καθώς και των δημοσιογράφων που τους εκπροσωπούν είναι εκκωφαντική. Είναι οι διανοούμενοι και πανεπιστημιακοί που εξευρωπαΐστηκαν πλήρως και πηγαίνουν κάθε τόσο στις Βρυξέλλες ως ειδικοί επί της έρευνας και των χρηματοδοτήσεων. Είναι αυτοί που μας λένε «τι χρειάζεται κοινωνική δικαιοσύνη;», αφού έχουμε Συνήγορο του Πολίτη και ανθρώπινα δικαιώματα –όχι βέβαια για τους μετανάστες και τους άνεργους. Αυτοί που υποστηρίζουν την κατάργηση του ακαδημαϊκού ασύλου και την διατήρηση των μεταναστών σε κατάσταση οιονεί δουλείας. Αυτοί που, έχοντας αντλήσει από το δημόσιο ταμείο για δεκαετίες, λένε τώρα στους συνταξιούχους και τους άνεργους ότι χρειάζεται στρατιωτική πειθαρχία, γιατί οι θυσίες τους είναι για το καλό της πατρίδας. Αυτοί που διοίκησαν τη χώρα τα τελευταία 30 χρόνια. Είναι οι οργανικοί διανοούμενοι ενός κοινωνικοπολιτικού συστήματος και της συμβολικής του τάξης που καταρρέει μπρος στα μάτια μας. Προπαγανδιστές της ηθικής και του νόμου, μπερδεύουν την ιδιωτική τους εξουσία με τη δημόσια αρετή.


Με τη βοήθεια
της ψυχανάλυσης


Η ψυχανάλυση κάνει τη διάκριση μεταξύ του ideal ego (ιδεώδους εγώ) και του ego ideal (του ιδεατού εγώ). Το πρώτο οργανώνει φαντασιακά το εγώ μέσα από την ναρκισσιστική προβολή μιας ιδεατής ταυτότητας: βλέπω τον εαυτό μου πετυχημένο, έξυπνο, ωραίο. Το δεύτερο είναι πιο σημαντικό για την ψυχική ισορροπία: για να γίνω αποδεκτός και αντικείμενο επιθυμίας, βλέπω τον εαυτό μου από τη σκοπιά του άλλου, προσπαθώντας να γίνω ή να πράξω αυτό που νομίζω ότι ο άλλος περιμένει από μένα. Αυτό ήταν μέχρι πρόσφατα το μοντέλο των ελληνικών ελίτ: θα εκσυγχρονιστούμε, θα γίνουμε όπως νομίζουμε ότι μας θέλουν οι Ευρωπαίοι.


Οι Ευρωπαίοι, ωστόσο, μας είπαν χωρίς ενδοιασμούς διεφθαρμένους, ψεύτες, πάτρωνες. Το κυρίαρχο πολιτισμικό μοντέλο της «εκσυγχρονιστικής περιόδου» κατέρρευσε, και η εναλλακτική πρόταση υπόσχεται μεγαλύτερη δόση νέο-φιλελευθερισμού κατά την αρχή της Μέι Γουέστ «δεν έχεις ποτέ αρκετό από κάτι καλό». H ψυχανάλυση πάλι βοηθά στην κατανόηση της αντίδρασης των προπαγανδιστών της νέας τάξης. Τη στιγμή της αξιακής και συμβολικής απαξίωσης αυτών που διοίκησαν την Ελλάδα στη μεταπολίτευση, έχουν περάσει σε αντεπίθεση που θυμίζει ελαφρά ταξιαρχία: η καταγγελία της βίας και ανομίας αναπληρώνει φετιχιστικά και μονότονα την έλλειψη επιχειρημάτων· η παντελής απουσία διαφορετικής σκέψης έχει αντικατασταθεί με επιθέσεις σ’ αυτούς που έχουν κάποιες απαντήσεις, πρόσφατα με τις μάλλον αστείες επιθέσεις στον Σλ. Ζίζεκ και στους υποστηριχτές των απεργών πείνας. «Λίγη προσπάθεια ακόμη, πατριώτες», μας λένε, «και θα γίνουμε τελικά πλήρως Ευρωπαίοι», θυμίζοντας τον θρυλικό Μαρκήσιο ντε Σαντ.

Ας ακολουθήσουμε, λοιπόν, τον Τζόναθαν Σουίφτ, με μια «ταπεινή πρόταση» (a modest proposal). Για τον συγγραφέα των «Ταξιδιών του Γκιούλιβερ», αν οι φτωχοί Ιρλανδοί έτρωγαν τα παιδιά τους, τότε τα δυο βασικά προβλήματα της Ιρλανδίας, η πείνα και η υπεργεννητικότητα θα αντιμετωπίζονταν. Ας προτείνουμε, λοιπόν, κι εμείς, οι φτωχοί Έλληνες να ακολουθήσουν τη λογική του δακτυλίου: όσων το όνομα αρχίζει από Α έως Μ θα τρώνε τις μέρες με μονές ημερομηνίες, οι άλλοι με ζυγές. 

Έτσι, παρά τις συνεχείς μειώσεις μισθών, όλοι θα έχουν αρκετό φαγητό και θα αντιμετωπισθεί και το πρόβλημα της παχυσαρκίας. Ταυτόχρονα, οι διακεκριμένοι μας διανοούμενοι θα μετακομίσουν σ’ ένα έρημο νησί και θα εγκαταστήσουν μια εκσυγχρονισμένη δημοκρατία που θα διοικείται από τις Βρυξέλλες και θα έχει ιδιωτικά πανεπιστήμια με πλήρη αξιολόγηση. Εκεί οι φοιτητές θα μαθαίνουν υποχρεωτικά τη δεύτερη κριτική του Καντ, τον τρίτο δρόμο του Γκίντενς και τις τέσσερις αρχές του συνταγματικού πατριωτισμού κατά Χάμπερμας.

Η βιοπολιτική πλευρά
των μέτρων

 

Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι απλώς ένα ολέθριο οικονομικό μοντέλο, αλλά μια παγκόσμια ιδεολογία και κοσμοθεώρηση που ωθεί τους ανθρώπους να κατανοούν τη ζωή τους και να σχετίζονται με τους άλλους ως καταναλωτές χωρίς όρια, ως μηχανές επιθυμίας. Καθώς όμως καταρρέει το οικονομικό μοντέλο που τον στήριξε, μπαίνουμε σε μια εποχή νέας κοινωνικής οντολογίας. Ο εκτεθειμένος σε δάνεια και χρέη άνθρωπος υφίσταται τεράστια ψυχολογική κρίση, κρίση ταυτότητας. 

Για να επαναπροσδιοριστεί συνολικά η ζωή τού υποκειμένου και η σχέση του με τους άλλους και με τον κοινωνικό δεσμό, χρειάζεται μια άγρια και απότομη βιοπολιτική στρατηγική. Τα μέτρα αποτελούν την πιο προωθημένη βιοπολιτική επέμβαση, έναν νέο τρόπο συνολικής αναδιοργάνωσης της ζωής μας από την εξουσία. Ο κοινωνικός έλεγχος και η πειθάρχηση, η ριζική αλλαγή συμπεριφορών και σχέσεων που επιβάλλεται αυτή τη στιγμή, δεν έχουν προηγούμενο στην Ευρώπη. Η Ελλάδα γίνεται το μεγάλο εργαστήρι όπου φτιάχνεται ο άνθρωπος του μέλλοντος.
 
Η βιοεξουσία αποτελεί άσκηση εξουσίας επί της ζωής, πειθάρχηση του κοινωνικού σώματος μέσω του ελέγχου των διαδικασιών της ζωής. Εκτείνεται από τα βάθη της συνείδησης στα σώματα του πληθυσμού και στη στοχοποίηση κοινωνικών ομάδων βάσει χαρακτηριστικών όπως το φύλο, η φυλή ή η εθνότητα. Τεχνολογίες της εξουσίας που εφαρμόζονται στο κοινωνικό σύνολο, συμπληρώνονται με τεχνολογίες «επιμελείας εαυτού». 

Οι άνθρωποι καλούνται να «αλλάξουν» εαυτούς μέσω πρακτικών προσωπικής «βελτίωσης», στο όνομα της ατομικής ή της συλλογικής υγείας. Στην περίπτωση της Ελλάδας, τα μέτρα του Μνημονίου διαχωρίζουν τον πληθυσμό με οικονομικά κριτήρια και απαιτούν από τους χαμηλόμισθους και τους συνταξιούχους να αλλάξουν συνολικά τις συμπεριφορές τους στο όνομα της εθνικής «σωτηρίας». 

Από την κατανάλωση των απολύτως αναγκαίων μέχρι την εκπαίδευση, την εργασία και την ψυχαγωγία, οι Έλληνες καλούνται να τροποποιήσουν ριζικά τη συμπεριφορά τους και να υποβληθούν σε εκτεταμένους ελέγχους, που αποσκοπούν να αποκαταστήσουν την κοινωνική υγεία και την ατομική ευτυχία.
 
Η βιοπολιτική στοχοποιεί κυρίως συμπεριφορές, όχι ιδέες· τροποποιεί συνήθειες και πρακτικές, όχι ιδεολογίες. Η επιβολή των αλλαγών ακολουθεί τη στρατηγική του «δόγματος του σοκ» (shock doctrine), εκτιμώντας ότι η βίαιη και ταχεία εισαγωγή τους θα εξουδετερώσει την αντίσταση στην άδικη και καταστροφική τους φύση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η βιοπολιτική στρατηγική δεν κινητοποιεί μόνο το φόβο για το μέλλον και τη δήθεν επιστημονική αλήθεια, αλλά φροντίζει να καλλιεργήσει και ένα όσο γίνεται βαθύτερο αίσθημα ενοχής. Μια χαμηλόφωνη υπόδειξη λέει στον πολίτη: «Για δεκαπέντε χρόνια είχες βελτίωση του βιοτικού σου επιπέδου μέσα από μη παραγωγικές δραστηριότητες, τώρα πρέπει να πληρώσεις». Ένας μέσος άνθρωπος που είχε αποδεχτεί το νεοφιλελεύθερο μοντέλο μπορεί να πιστέψει ότι δικαιολογούνται οι μειώσεις μισθών και συντάξεων, γιατί είχε αυξανόμενες απολαβές κατά την προηγούμενη περίοδο.

Η αριστερά
και η νέα συνείδηση


Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος που η αντεπίθεση κατά του βιοπολιτικού μοντέλου περνάει από ιδέες και πολιτιστικές δράσεις που αποσκοπούν να υπονομεύσουν την αδιαμεσολάβητη άσκηση εξουσίας επί της ζωής. Αυτός είναι ο λόγος που οικονομικές στρατηγικές και πολιτικές τακτικές δεν επαρκούν για τη δημιουργία αντίστασης. Μπορεί όλη η Αριστερά να συμφωνήσει για την έξοδο από το ευρώ ή τη σημασία της παραμονής σ’ αυτό. Εντούτοις, θα αποτύχει αν δεν καλλιεργήσει παράλληλα μια νέα συνείδηση και ταυτότητα που εγκαταλείπει το νεοφιλελευθερισμό και το κυρίαρχο ευρωπαϊκό μοντέλο.

Η Αριστερά διατηρεί ακόμη το ηθικό πλεονέκτημα και τη δυνατότητα να συνεισφέρει σε μια νέα πολιτισμική αναγέννηση. Αν το χάσει τυρβάζοντας αποκλειστικά περί των ιδιοτήτων του ευρώ και των αντιδικιών των ηγετών της, θα έχει επιβεβαιώσει τις πανικόβλητες αιτιάσεις των εχθρών της.
 
Εδώ εντοπίζω το πρόβλημα με την ριζοσπαστική Αριστερά. Σήμερα, το χαρακτηριστικό της μπορεί να ονομαστεί «οι ναρκισσισμοί των μικρών διαφορών». Η επιθετικότητα και ασυνεννοησία μεταξύ των συνιστωσών μεγαλώνουν όσο οι διαφορές μικραίνουν. Η πρόσφατη ομιλία του Ζίζεκ στην Αθήνα έδειξε πως οι αριστεροί όλων των αποχρώσεων έχουν πολλά κοινά. Ας αφήσουμε, λοιπόν, τις προγραμματικές διαφωνίες (και συμφωνίες).

Πρωτοβουλίες από τα κάτω, τοπικές συνελεύσεις και αγώνες θα φέρουν μαζί αυτούς που προγραμματικά διαφωνούν. Αλλά θα φέρουν μαζί και κόσμο που δεν συμπορεύτηκε με την Αριστερά στο παρελθόν. Αν το Μνημόνιο αποτύχει, το μέλλον είναι απρόβλεπτο. Η αποτυχία του μπορεί να αποτελέσει καταλύτη για γενικότερες εξελίξεις, που δεν θα είναι αναγκαστικά θετικές. Γι’ αυτό η προετοιμασία σήμερα είναι τόσο σημαντική, όχι μόνο για τη μέρα πριν αλλά και γι’ αυτή μετά.
 
Η αμυντική, αποτρεπτική δράση είναι απαραίτητη στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Ταυτόχρονα όμως χρειάζεται και η ανάπτυξη της σκέψης και προετοιμασίας του καλού, τι θα κάνουμε αφού ο κίνδυνος περάσει. Όπως γράφει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, «η κατάσταση ανάγκης που έχουμε σήμερα είναι προσωρινή, δουλειά μας είναι να την κάνουμε μόνιμη», να περάσουμε δηλαδή από την άμυνα έναντι του κακού στη νέα κοινωνία του καλού. Και ο αγώνας για τη νέα κοινωνία δεν περνάει σήμερα αποκλειστικά ούτε από τον κλασσικό Μαρξισμό ούτε από τη σχολαστική οικονομική επιστήμη. Η ριζική αλλαγή θα περάσει από το φαντασιακό της ταυτότητας και επιθυμίας (με χτίσιμο νέων υποκειμενικοτήτων μακριά από τον κύκλο κατανάλωσης -ματαίωσης -ενοχής) προτού εισέλθει στο συμβολικό (με αλλαγή νόμων και θεσμών προς δημοκρατική κατεύθυνση) ως προϋποθέσεις μετασχηματισμού του πραγματικού της υλικής και ψυχικής οικονομίας. Για τη νέα αναγέννηση χρειαζόμαστε και τα τρία.

Μια δεύτερη
πολιτισμική αναγέννηση

Για τους σκεπτόμενους έλληνες που δεν διεκδικούν το μανδύα του «δημόσιου διανοούμενου», γι΄ αυτούς που σκέπτονται κατά τη σωκρατική μέθοδο, τη μόνη οδό της σκέψης (δηλαδή έξω από και κατά της δόξας των καιρών) οι υποχρεώσεις είναι μεγάλες. Τη δεκαετία του ‘60, η Ελλάδα έζησε μια αναγέννηση, υπό την ηγεμονία της αριστερής διανόησης, η οποία για πρώτη φορά μπορούσε να μιλήσει. Σήμερα, σε συνθήκες διαφορετικής λογοκρισίας, μια δεύτερη αναγέννηση είναι απαραίτητη. 

Μετά την κατάρρευση του κυρίαρχου μοντέλου, η ελληνική ταυτότητα γίνεται πάλι ανοιχτή για αναζήτηση και εμπλουτισμό από τους νέους πολιτισμούς και ιδέες που έφτασαν στην χώρα πρόσφατα και που ήδη αναμειγνύονται με γηγενείς παραδόσεις κάτω από τα ραντάρ όμως των μέσων και των επίσημων κριτικών. 

Ο πολιτισμός, η αισθητική και ηθική μας (θέματα που θεωρούνταν δεδομένα) μπαίνουν στο τραπέζι ξανά. Μια πρωτοβουλία συζήτησης και δράσης για το πού πηγαίνει πολιτισμικά και πνευματικά η νέα Ελλάδα είναι απαραίτητη. Πιθανόν ένας όμιλος, ένα σωματείο ή απλές συζητήσεις στις γειτονιές, ανοιχτές σ’ όλους και με όλα τα θέματα προς συζήτηση.

Και ας μην ξεχνάμε: η κρίση είναι πολιτισμική και ηθική, όχι μόνο οικονομική. Η απάντηση θα οργανωθεί πρώτα στο φαντασιακό χώρο, αλλά η ψυχική ισορροπία έχει ανατραπεί πρόσφατα ριζικά. 

 Από την "Εποχή", 20.2.2011

Πηγή: http://aristerovima.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου