18/8/10

Ο μύθος του Δημοσίου ως του μεγάλου ασθενούς

Του Τάκη Φωτόπουλου

Ενώ η Κοινοβουλευτική Χούντα του ΠΑΣΟΚ στο θέμα του δήθεν «μονόδρομου» ακολουθεί κατά γράμμα τον μεγάλο δάσκαλο της προπαγάνδας Γκέμπελς που διακήρυσσε ότι όσο μεγαλύτερο το ψέμα και όσο περισσότερο επαναλαμβάνεται τόσο πιο πιστευτό γίνεται, ο μύθος του δημοσίου τομέα ως του «μεγάλου ασθενούς» επανήλθε στην επικαιρότητα με αφορμή την εντεινόμενη σφαγή σε αυτόν. O μύθος όμως αυτός δεν προέκυψε μόνο από την σημερινή κρίση, αλλά καλλιεργείται απο χρόνια τόσο στην Ελλάδα όσο και σε διεθνές επίπεδο, από νεοφιλελεύθερους και σοσιαλφιλελεύθερους, ως τμήμα της ιδεολογίας της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που εκφράζει το ανώτερο στάδιο της αγοραιοποίησης της καπιταλιστικής οικονομίας. Δηλαδή, το στάδιο όπου οι κοινωνικοί έλεγχοι πάνω στις αγορές ελαχιστοποιούνται (αν δεν καταργούνται ολοσχερώς), με δήθεν στόχο την μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα, αλλά πραγματικό στόχο την μεγιστοποίηση του ιδιωτικού κέρδους, ιδιαίτερα των πολυεθνικών που οδήγησαν στην σημερινή παγκοσμιοποίηση και τώρα ελέγχουν την παγκόσμια παραγωγή και εμπόριο. Η επέκταση των πολυεθνικών αναγκαστικά περνούσε μέσα απο την ιδιωτικοποίηση κάθε οικονομικής δραστηριότητας, πράγμα που συνεπαγόταν τη δραστική συρρίκνωση του δημοσίου τομέα, καθώς και απο την «απελευθέρωση» των αγορών (κεφαλαίου, εργασίας, αγαθών και εμπορευμάτων ―τις γνωστές «4 ελευθερίες» της Ε.Ε.[1]) που σήμερα, χάρη στην τρόικα, ολοκληρώνεται και στη χώρα μας.

Φυσικά, ο δημόσιος τομέας δεν εξυπηρετούσε πάντα το γενικό συμφέρον, ιδιαίτερα όταν οι εθνικοποιημένες επιχειρήσεις άρχισαν να λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, προσθέτοντας έτσι  στο βασικό πρόβλημα που χαρακτηρίζει τον δημόσιο τομέα (γραφειοκρατία και έλλειψη αυτοδιαχείρισης απο τους εργαζομένους και τους πολίτες γενικότερα) το κύριο  πρόβλημα απο το οποίο πάσχει ο ιδιωτικός τομέας (εξυπηρέτηση του ατομικού συμφέροντος σε βάρος του γενικού). Στην Ελλάδα, μάλιστα, όπως και σε κάθε χώρα στην περιφέρεια και ημιπεριφέρεια, ο δημόσιος τομέας φορτώθηκε και με επί πλέον προβλήματα που απέρρεαν απο τον βαθμό οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης της χώρας (εκτεταμένη διαφθορά, «φακελάκια» κ.λπ.). Όμως, ενώ η επέκταση του δημοσίου τομέα στις μητροπολιτικές χώρες, όπου ο ιδιωτικός τομέας ήταν καπιταλιστικά αναπτυγμένος και οικονομικά αποτελεσματικός, οφειλόταν κυρίως στις πολιτικές των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων με στόχο την καλύτερη εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος και την προστασία της κοινωνίας απο την αγορά, στις περιφερειακές χώρες όπως η Ελλάδα η επέκταση του δημοσίου τομέα ―πολιτική που ακολούθησαν μεταπολεμικά όλα τα κόμματα εξουσίας― είχε άλλο βασικά στόχο: την αναπλήρωση ενός μη ανταγωνιστικού και αποτυχημένου ιδιωτικού τομέα που ήταν ανίκανος να απορροφήσει το πλεονάζον εργατικό δυναμικό.

Έτσι, όταν η πηγή της μετανάστευσης (που έπαιζε τον ρόλο απορρόφησης της ανεργίας τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες) στέρεψε στη δεκαετία του ’70, ενώ η ένταξη μας στην ΕΕ τη δεκαετία του ‘80 σήμανε την αποδιάρθρωση της παραγωγικής μας δομής ―εφόσον ούτε η δασμοβίωτη ελαφρά βιομηχανία μας ούτε η μη ανταγωνιστική γεωργία μας  μπορούσαν να επιβιώσουν στις ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές της Ε.Ε.― το ΠΑΣΟΚ που μόλις είχε έλθει στην εξουσία, μη έχοντας καμιά διάθεση να συγκρουστεί με τις ξένες ελίτ και τη ντόπια μεταπρατική ελίτ, δεν είχε άλλη επιλογή απο την επέκταση του δημοσίου τομέα. Ο ευρύτερoς δημόσιoς τoμέας που απορροφούσε το 41% του ΑΕΠ το 1979 λίγο πριν την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, έφθασε ν’  απορροφά τo 65% τoυ εθνικού εισοδήματος τo 1989! Αντίστοιχα, ο αριθμός των απασχoλoυμένων στoν ευρύτερo δημόσιo τoμέα, ως συνέπεια του γεγονότος  ότι ο  ετήσιoς ρυθμός αύξησης των δημoσίων υπαλλήλων (2,9%) ήταν διπλάσιoς εκείνoυ της αύξησης της απασχόλησης στoν ιδιωτικό τoμέα[2], διπλασιάστηκε στη μεταπολίτευση και από περίπoυ 344.000 τo 1974 έφθασε τις 693.000 τo 1989, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν τo 20% τoυ oικoνoμικά ενεργoύ πληθυσμoύ. Σήμερα, μετά την πρόσφατη απογραφή, o συνολικός αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων έφθασε τους 768.000, αντιπροσωπεύοντας δηλαδή σημαντικά μικρότερο ποσοστό του σημερινού ενεργού πληθυσμού σε σχέση με τότε ―μόλις το 15%![3]

Το ποσοστό, μάλιστα, των δημοσίων υπάλληλων στην παρούσα δεκαετία ―παρά τη μυθολογία των απατεώνων της κοινοβουλευτικής χούντας― ήταν και είναι σχετικά μικρό, όπως έδειξε σχετικά πρόσφατη συγκριτική έρευνα[4], σύμφωνα με την οποία, το 2002, ήταν μόλις 11,4% του εργατικού δυναμικού, όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε των 17 ήταν πάνω απο 16%, με τις Σκανδιναβικές χώρες και τη Γαλλία να παρουσιάζουν  ποσοστά μεταξύ 20% και 30%. Οπως τονίζει η ίδια μελέτη, τα ποσοστά αυτά δεν ήταν συμπτωματικά αλλά αντιπροσώπευαν μακροπρόθεσμες τάσεις που επιβεβαιωνόντουσαν και απο τα ποσοστά των δημοσίων δαπανών στο ΑΕΠ. Η σημερινή επομένως αύξηση του ποσοστού των δημοσίων υπάλληλων στο 15%, που παρουσιάστηκε ως έγκλημα απο τους απατεώνες της ΠΑΣΟΚικής χούντας, στη πραγματικότητα, σημαίνει απλώς ότι τώρα φθάσαμε τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο. Δεν ήταν, επομένως, η αναπoτελεσματικότητα τoυ δημοσίου τομέα ―παρόλo πoυ αυτή είναι αναμφισβήτητη―  «τo αίτιo πoυ oδήγησε σε διαδικασίες oι oπoίες παρεμπόδισαν τoν ανταγωνισμό και τελικά διέστρεψαν την ανάπτυξη της χώρας», όπως υποστήριζε εδώ και 20 σχεδόν χρόνια ο σοσιαλφιλελεύθερος αδελφός του πρωθυπουργού[5] και σημερινός άτυπος συμβουλάτορας του, ο οποίος, μαζί με τον νεοδιορισθέντα και γνωστό όργανο της υπερεθνικής ελίτ Πάντοα Σκιόπα (Tommaso Padoa-Schioppa), και τον ίδιο τον αρχηγό της «χούντας», αποτελούν την «ελληνική» τρόικα που διαχειρίζεται  το προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ ―την οποία εκπροσωπεί στη χώρα η τρόικα του ΔΝΤ, Ε.Ε. και ΕΚΤ.[6] Aντίθετα, τo τελικό αίτιo της απoτυχίας της ελληνικής ανάπτυξης είναι τo γεγoνός που παίρνει δεδoμένo η νεο/σοσιαλφιλελεύθερη πρoσέγγιση: δηλαδή η αυξανόμενη «απελευθέρωση» των αγορών.

Και αυτό, διότι το μοντέλο εξωστρεφούς «ανάπτυξης» στο οποίο οδήγησε  η απελευθέρωση αυτή δεν στηριζόταν στις δυνάμεις της ίδιας της χώρας αλλά στην εξωτερική αγορά και το ξένο κεφάλαιο και, αναπόφευκτα, κατέληξε  σε ένα στρεβλό  επενδυτικό πρότυπο που δεν επέτρεπε τη δημιουργία ενός ισχυρού μεταποιητικού τομέα, καθώς και σε ένα καταναλωτικό πρότυπο που είχε ελάχιστη σχέση με το εγχώριο παραγωγικό πρότυπο. Στη διαδικασία αυτή,  το Κράτος δεν έπαιξε πoτέ ένα σημαντικό άμεσo ρόλo για την  αναδιάρθρωση της παραγωγικής δoμής και περιoρίστηκε πάντα σε ένα έμμεσo ρόλo ενίσχυσης της πoσoτικής διαδικασίας αύξησης τoυ εθνικού εισoδήματoς, πoυ συνεπαγόταν απλώς την επέκταση της υπάρχoυσας παραγωγικής δoμής, σε συνδυασμό με κάπoια βελτίωση της υπoδoμής (μεταφoρές, επικoινωνίες, ενέργεια κ.λπ.), αφήνοντας  ουσιαστικά την αναπτυξιακή διαδικασία στις δυνάμεις της αγoράς και περιορίζοντας τον δημόσιο τομέα στον ρόλο μιας δικλείδας ασφάλειας στο πρόβλημα της απασχόλησης που δημιουργούσε ο ανεπαρκής ιδιωτικός τομέας.

Παρόλα αυτά, οι ντόπιες και ξένες ελίτ επιβάλλουν σήμερα όχι μόνο κτηνώδεις περικοπές στα εισοδήματα όλων των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα που καμιά άλλη χώρα της Ευρωζώνης δεν επέβαλε, αλλά και πετσοκόβουν τον αριθμό των θέσεων στον τομέα αυτο, γεγονός που, με δεδομένη την οριακή απορροφητικότητα εργασίας στον ιδιωτικό τομέα σημαίνει παραπέρα αύξηση της μαζικής ανεργίας των νέων στο μέλλον. Και όχι μόνο! Σημαίνει, επίσης, την συνεχή καταβαράθρωση κοινωνικών υπηρεσιών όπως η εκπαίδευση και η υγεία, έτσι ώστε στο προσεχές μέλλον μόνο η μειονότητα που έχει τη δυνατότητα να προσφεύγει στον ιδιωτικό τομέα θα μπορεί να ικανοποιεί τις σχετικές βασικές ανάγκες, ενώ η πλειοψηφία θα συνθλίβεται κάτω απο τις τριτοκοσμικές συνθήκες που θα προσφέρει ένας εξαθλιωμένος δημόσιος τομέας, κατά το Αμερικανικό πρότυπο που επιβάλλουν οι δύο τρόικες...

 


[1] Γι’ αυτό και το ιστορικό αίτημα της αντισυστημικής Αριστεράς ήταν πάντα η έξοδος από την Ε.Ε. και όχι η «αποδέσμευση» με την έννοια  της συλλογικής αποδέσμευσης των Ευρωπαϊκών λαών από αυτή (πράγμα που αποκλείει την μονομερή Ελληνική έξοδο) ή την έννοια της  αντικαπιταλιστικής αποδέσμευσης (πράγμα που παραπέμπει το θέμα στις ελληνικές καλένδες) ―γεγονός που σημαίνει ότι η χρήση του όρου εάν δεν διαφοροποιείται σαφώς απο τις παραπάνω έννοιες, παίζει αποπροσανατολιστικό ρόλο.
[2] OECD, Economic Surveys, 1986-87, σελ. 43.
[3] World Bank, World Development Indicators 2010, Table 2.2.
[4] Βλ. Ηeinz Ηandler κ.α., Τhe size and performance of public sector activities in Εurope (2005). http://129.3.20.41/eps/pe/papers/0507/0507011.pdf
[5] Νicholas Papandreou, “Finance and industry: the case of Greece,” International Review of Applied Economics, Vol.5, Issue 1 (1991), p. 1-23.
[6] Βλ. Τάκης Φωτόπουλος, Η Ελλάδα ως προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ: Η ανάγκη για άμεση έξοδο από την Ε.Ε. και για μια αυτοδύναμη Οικονομία (υπό έκδοση, Γόρδιος, Σεπτέμβρης, 2010).

Πηγή: http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grE/gre2010/2010_08_13.html 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου