5/8/10

Η κρίση και ο τρισκατάρατος ελληνικός κρατισμός

του Κώστα Λαπαβίτσα

Φταίει ο κρατισμός για την ελληνική κρίση; Αυτό ουσιαστικά μας λένε το ΔΝΤ, η Ε.Ε. και η κυβέρνηση. Αυτό διατείνονται βαρύγδουποι δημοσιογράφοι στον επίσημο Τύπο, που μας διαβεβαιώνουν μάλιστα ότι ο ελληνικός λαός έχει κατανοήσει το πρόβλημα και γι’ αυτό αδιαφορεί για τις ακραίες προτάσεις της Αριστεράς. Το ίδιο όμως φαίνεται να πρεσβεύει και ένα κομμάτι της Αριστεράς, αν κρίνουμε από τα γραφόμενα του Βασίλη Πεσμαζόγλου («Ενθέματα», Αυγή της Κυριακής, 25.7.2010). Εφόσον φταίει ο κρατισμός, το Μνημόνιο μπορεί να θεωρείται «ευεργετικό». Θα νοικοκυρέψει το δημόσια οικονομικά και θα επιβάλει μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να είχαν γίνει από καιρό. Οι τυχόν άδικες πτυχές του μπορούν να καταπολεμηθούν, αλλά μέσα στο γενικό πλαίσιο της συμφωνίας.

Το ελληνικό κράτος έχει αναμφίβολα τα τρία κακά της μοίρας του. Βαθύτατα ευνοϊκό προς το μεγάλο κεφάλαιο, συστηματικά άδικο στη φορολογία, ανίκανο να παράσχει ουσιαστική καθοδήγηση της ανάπτυξης, με ελάχιστες παροχές πρόνοιας, διεφθαρμένο, αυταρχικό, με υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες — δεν ξέρει κανείς τι να πρωτοπεί. Δεν είναι όμως αυτά που απασχολούν τους διαπρύσιους επικριτές του. Το πρόβλημα, κατ’ αυτούς, είναι η σπατάλη του κρατισμού που υποτίθεται ότι βούλιαξε την Ελλάδα στα χρέη. Η θέση για παύση πληρωμών και έξοδο από την ΟΝΕ, μας λένε, παραγνωρίζει αυτή την πραγματικότητα, εκτός του ότι απλοποιεί τα σύνθετα και προτείνει ένα τυχοδιωκτικό άλμα στο κενό.


Είναι όμως έτσι; Φως στη συμβολή του περιώνυμου κρατισμού στο ελληνικό χρέος ρίχνει νέα μελέτη του Research on Money and Finance (RMF), που θα δημοσιοποιηθεί τις επόμενες εβδομάδες. Στον πίνακα φαίνεται η πορεία του συνολικού ελληνικού χρέους, εγχώριου και διεθνούς, 1997-2009. Ο όγκος του εκτοξεύεται για να φτάσει τα 700 δις ευρώ, ή περίπου από 140% σε 400% του ΑΕΠ. Το μεγάλο μέρος της αύξησης προήλθε από τον ιδιωτικό τομέα, κυρίως τις τράπεζες και τα νοικοκυριά. Αυξήθηκε φυσικά και ο δανεισμός του δημοσίου, ιδίως μετά την έλευση της παγκόσμιας κρίσης το 2008. Αλλά το πρόβλημα του δημόσιου δανεισμού είναι λιγότερο το μέγεθος και περισσότερο η σύνθεση. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν, το ελληνικό δημόσιο στράφηκε στις διεθνείς αγορές, οι οποίες, εν τη σοφία τους, του δάνεισαν αφειδώς με χαμηλά επιτόκια, σχεδόν ίσα με αυτά της Γερμανίας. Έτσι έφτασε το δημόσιο χρέος να βρίσκεται κατά τα δύο τρίτα στην κατοχή δανειστών του εξωτερικού.

Ο πίνακας δεν δείχνει σπάταλο κρατισμό, αλλά ιστορική αποτυχία του ελληνικού κεφαλαίου να αντιμετωπίσει τις συνθήκες της Ευρωζώνης. Αδυνατώντας να ανταγωνιστεί τις χώρες του κέντρου, η Ελλάδα συσσώρευσε γιγαντιαίο δανεισμό, ο οποίος στήριξε την εύθραυστη ευημερία της τελευταίας δεκαετίας. Τα νοικοκυριά έγιναν Ηρακλείς του χρέους, διατηρώντας την κατανάλωση στο 70% του ΑΕΠ. Ο κερδισμένος ήταν οι τράπεζες, οι οποίες επίσης διεύρυναν εντυπωσιακά τον δανεισμό τους. Το δε δημόσιο βρήκε την ευκαιρία να δανειστεί «γερμανικά» από το εξωτερικό. Ο δανεισμός, σε συνδυασμό με τη γιγάντωση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, έφεραν τη χώρα στο χείλος του γκρεμού το 2009-10.

Από αυτή τη σκοπιά, ο ρόλος του Μνημονίου είναι ξεκάθαρος. Το ελληνικό κεφάλαιο, αντιμέτωπο με την αποτυχία του, υιοθέτησε σκληρή ταξική πολιτική υπό την κηδεμονία του ΔΝΤ, ώστε να μπορέσει να παραμείνει εντός της ΟΝΕ. Το ιδεολόγημα του κρατισμού χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει τεράστιες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες. Σε όλους τους τόνους ακούγεται ότι η ανάπτυξη θα έρθει από τη βαθιά μείωση μισθών, τις ιδιωτικοποιήσεις και την απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων. Ήδη διάφοροι καλοθελητές λένε ότι η ύφεση θα είναι πιο ρηχή από τις προβλέψεις του ΔΝΤ, ενώ θα ακολουθήσει κάποιο θαύμα. Ο μάντης Κάλχας, φαίνεται, άφησε σπορά στην Ελλάδα…
Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση παίζει με την τύχη του ελληνικού λαού. Ο ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας τη δεκαετία που πέρασε ήταν σχετικά υψηλός. Στηρίχτηκε κυρίως στην κατανάλωση και πολύ λιγότερο στην επένδυση, αμφότερα τροφοδοτούμενα από το όργιο χρέους που δείχνει ο Πίνακας. Από το 2008 και μετά σημειώθηκε κατάρρευση των επενδύσεων, όπως συνήθως συμβαίνει στις καπιταλιστικές κρίσεις, ενώ η κατανάλωση άρχισε να φυτοζωεί. Το μόνο δυναμικό στοιχείο ζήτησης το 2009 ήταν οι κρατικές δαπάνες, που απέτρεψαν τη γιγάντωση της κρίσης.

Τι κάνει το Μνημόνιο; Επιτίθεται ακριβώς στα στοιχεία της ζήτησης που δεν υποχώρησαν, δηλαδή τις κρατικές δαπάνες και την κατανάλωση, προσβλέπει δε στην αναγέννηση της επένδυσης και την ανάκαμψη των εξαγωγών μετά το 2011. Επειδή όμως το τελευταίο θαύμα έγινε στη λίμνη της Γαλιλαίας, δύσκολα θα υπάρξει ορμητική ανάκαμψη επενδύσεων εν μέσω ανασφάλειας και περιορισμού των τραπεζικών πιστώσεων. Όσο για τις εξαγωγές, το ασφυκτικό πλαίσιο του ευρώ αφήνει λίγα περιθώρια. Το χειρότερο δε όλων είναι ότι η γενίκευση της λιτότητας στην Ευρωζώνη πιέζει και τους γερμανικούς μισθούς προς τα κάτω, άρα διατηρεί το ανταγωνιστικό μειονέκτημα της Ελλάδας εντός της ΟΝΕ. Εν συνόψει, το Μνημόνιο έχει τεράστιο κόστος και βάζει τη χώρα σε στενωπό χωρίς ορατό τέλος. Η εξάρτηση και ο καιροσκοπισμός της ελληνικής αστικής τάξης αναδεικνύονται σε όλο τους το μεγαλείο.

Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται αντιμέτωπη με σκληρό δίλημμα. Είτε θα παραμείνει εντός της ΟΝΕ, αποδεχόμενη τα τραγικά επακόλουθα του Μνημονίου, είτε θα βγει από την ΟΝΕ, αντιμετωπίζοντας τις συνέπειες. Η έξοδος θα έχει κόστος, αλλά θα κόψει τον γόρδιο δεσμό της ανισόμετρης σχέσης με τις χώρες του κέντρου. Θα επιτρέψει ουσιαστική παραγραφή του χρέους και θα ευνοήσει την αναδιάρθρωση της οικονομίας προς πιο παραγωγική κατεύθυνση υπέρ της εργασίας. Η Αριστερά έχει υποχρέωση να εξηγήσει τη φύση του διλήμματος στα πλατιά λαϊκά στρώματα, πρέπει όμως πρώτα να την αντιληφθεί η ίδια. Ελάχιστη σημασία έχει σήμερα τι πίστευε ο καθένας για την Ευρώπη στο παρελθόν.

Οι επικριτές της εξόδου προβάλλουν συνήθως δύο επιχειρήματα. Πρώτον, το κόστος αλλαγής νομίσματος και δεύτερον τον κίνδυνο ροπής προς απομονωτισμό. Η αλλαγή νομίσματος δεν είναι τεχνικά δύσκολη, όσο κι αν ξαφνιάζονται αυτοί που παίρνουν την επίσημη οικονομική τρομοκρατία στα σοβαρά. Αλλά βέβαια θα υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις. Η αναπόφευκτη υποτίμηση θα έχει κόστος για τα λαϊκά στρώματα, που μπορεί να ελαφρυνθεί μέσω αναδιανομής. Η αναταραχή τιμών θα έχει επίσης κόστος, αλλά δεν θα κρατήσει περισσότερο από μερικούς μήνες. Το πραγματικό πρόβλημα έγκειται στον κίνδυνο τραπεζικής κρίσης. Οι τράπεζες θα απειληθούν με κατάρρευση, ιδίως αν υπάρξει και παύση πληρωμών, με αλυσιδωτές επιπτώσεις για τη νομισματική κυκλοφορία και την οικονομική δραστηριότητα. Η λύση είναι δημόσιος έλεγχος και ιδιοκτησία που θα εγγυηθεί τη λειτουργία των τραπεζών, και κυρίως τις καταθέσεις. Προβλήματα θα αντιμετωπίσουν και όσοι έχουν να εξυπηρετήσουν χρέος στο εξωτερικό, όπου και πάλι θα χρειαστεί δημόσια παρέμβαση. Έξοδος από το ευρώ, τέλος, δε σημαίνει απομονωτισμό. Η Ελλάδα μπορεί να παραμείνει ανοιχτή στις διεθνείς ροές εμπορίου, τεχνολογίας και ανθρώπινου δυναμικού. Οι συμμαχίες της χώρας θα μπουν σε άλλη τροχιά, αλλά θα υπάρξει η δυνατότητα για δημιουργία διεθνών σχέσεων ισότητας και αμοιβαίου σεβασμού.

Το κόστος της εξόδου μπορεί να ανοίξει το δρόμο για ουσιαστική πρόοδο, αρκεί η έξοδος να γίνει με λαϊκή πρωτοβουλία που θα επιφέρει κοινωνική αλλαγή υπέρ της εργασίας. Διότι υπάρχει και η περίπτωση της συντηρητικής εξόδου, καθοδηγούμενης από την αστική τάξη εν μέσω χαοτικών συνθηκών. Τα αποτελέσματα θα ήταν αρνητικά για την εργασία και τη χώρα ολόκληρη. Εδώ ακριβώς έγκειται ο βαθύτερος κίνδυνος του Μνημονίου. Επισείει μεν το φόβητρο της Αργεντινής η κυβέρνηση Παπανδρέου, αλλά στην πράξη βάζει η ίδια τη χώρα σε τροχιά Αργεντινής. Όσο επιμένει στη λιτότητα εντός της ΟΝΕ, τόσο πιο πιθανά γίνονται τα φαινόμενα οικονομικής και κοινωνικής αποσάθρωσης. Δε μπορεί πλέον να αγνοείται το φάσμα αναγκαστικής αποχώρησης, υπό συνθήκες εσωτερικού χάους και με τις πολιτικές δυνάμεις σε σύγχυση. Τότε όντως θα υπάρξει κίνδυνος εθνικιστικής και συντηρητικής στροφής.

Εν κατακλείδι, το ελληνικό κράτος, παρά τα μύρια όσα μπορεί να του προσάψει κανείς, έχει μικρό μερίδιο ευθύνης για τη σημερινή κρίση. Ευθύνεται κυρίως το ελληνικό κεφάλαιο, μεγάλο και μικρό. Το ζητούμενο συνεπώς είναι η ριζοσπαστική κοινωνική τομή υπέρ της εργασίας και ο δρόμος μπορεί να ανοίξει μέσω παύσης πληρωμών και εξόδου από την ΟΝΕ. Το άγνωστο είναι μέχρι πού φτάνουν οι δυνάμεις της κοινωνίας.

Ο Κώστας Λαπαβίτσας διδάσκει οικονομικά Σχολή Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών (SOAS) του Πανεπιστημίου του Λονδίνου

Πηγή: http://enthemata.wordpress.com/2010/08/01/lapavitsas/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου