30/6/10

Η επικαιρότητα και πρωτοτυπία του Ρήγα Βελεστινλή



Συνέντευξη του καθ. Γιώργου Κοντογιώργη, για την επικαιρότητα και την πρωτοτυπία του Ρήγα Βελεστινλή. Εφημερίδα Μακεδονία, 27/06/2010
 
(δημοσιογράφος Στέλιος Κούκος).





1. Ποια στοιχεία από το έργο του Ρήγα παραμένουν επίκαιρα σήμερα;
Η επικαιρότητα του Ρήγα δεν αφορά στο παρόν, ανάγεται στο μέλλον της σημερινής ανθρωπότητας. Ο Ρήγας με το πρόταγμα της «Ελληνικής Δημοκρατίας» κατόρθωσε να συγκεράσει το κεκτημένο της ανθρωποκεντρικής οικουμένης που βίωνε ο ελληνισμός της εποχής του με την αναδυόμενη στον ευρωπαϊκό ορίζοντα μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα.
Από το ελληνικό κεκτημένο διατηρούσε: Πρώτον, τη δημοκρατική αυτοκυβέρνηση στο τοπικό, στο περιφερειακό επίπεδο, αλλά και στο σύνολο της επικράτειας, αντί της ημι-κρατικής δεσποτείας που προέκρινε η ευρωπαϊκή διανόηση. Ο λαός του Ρήγα συγκροτείται σε δήμο, δεν αντιμετωπίζεται ως ιδιωτική μάζα ή αγέλη. Δεύτερον, την πολυσημία του έθνους, μια οικουμενική αντίληψη της συλλογικής ταυτότητας, αντί της ολοκληρωτικής ομοιογένειας που προωθούσαν τα ευρωπαϊκά κράτη. Τρίτον, την πλήρη πολιτειότητα που προσιδιάζει στον «αυτοκράτορα λαό» και όχι την ιδιότητα του υπηκόου πολίτη του κυρίαρχου κράτους. Η ελευθερία στην «Ελληνική Δημοκρατία» του Ρήγα είναι καθολική, εκτείνεται στο ατομικό, κοινωνικό και πολιτικό πεδίο και όχι μόνο στο ατομικό με την προσθήκη συμπληρώματος δικαιωμάτων, όπως σήμερα.
Ο Ρήγας δεν υπήρξε κοινωνικός επαναστάτης. Η μεγαλοσύνη του έγκειται στο ότι συγκρότησε πολιτεία στη βάση της ελληνικής πραγματικότητας της εποχής του, η οποία εάν συγκριθεί με τις ημι-δεσποτικές συνθήκες που βίωνε η Ευρώπη του 18ου αιώνα, είναι αυτή καθεαυτή επαναστατική. Σ’ αυτό διαφέρει ο Ρήγας από τον Κοραή, ο οποίος θαύμαζε το αμερικάνικο πολίτευμα.
Είναι προφανές ότι το «Σύνταγμα» του Ρήγα δεν προηγείται απλώς της εποχής του, αλλά και καταφανώς της εποχής μας. Αποτελεί δηλαδή μια υπόθεση που θα μπορούσαν να προσεγγίσουν οι σύγχρονες κοινωνίες στο μακρινό μέλλον, εφόσον συνεχίσουν να εξελίσσονται.
Όσον αφορά στην ελληνική επικαιρότητα του Ρήγα: το πρόταγμά του εγγραφόταν στην ελληνική συνέχεια, απέδιδε τη φιλοδοξία ενός οικουμενικού έθνους και όχι το ξεπεσμένο κρατομορφικό κατάλοιπο του ελληνισμού, που προέκυψε από την Επανάσταση. Το κράτος του Ρήγα δεν είχε απλώς αντιστοιχία με την κοινωνία, ήταν η κοινωνία. Στον αντίποδα, το νεοελληνικό κράτος θα λειτουργήσει ως κατοχικός δυνάστης επί της κοινωνίας. Το νεοελληνικό κράτος σηματοδοτεί την συνολική οπισθοχώρηση του ελληνισμού, ο οποίος αντί της προόδου που υποσχόταν η οικουμένη, επέλεξε τον δεσποτικό εξευρωπαϊσμό.
Το παράδειγμα του Ρήγα είναι επίσης αποκαλυπτικό της νεοελληνικής παθογένειας: της μη αντιστοιχίας του πολιτικού συστήματος, το οποίο ενσαρκώνει το κυρίαρχο κράτος, με το υπερβάλλον ανθρωποκεντρικό και, συνακόλουθα, πολιτικό ανάπτυγμα της κοινωνίας. Αναντιστοιχία που επιτρέπει στην πολιτική τάξη να αποσυλλογικοποιεί την κοινωνία των πολιτών, να αντιμετωπίζει τα μέλη της κατά μόνας (η πελατειακή κομματοκρατία), μεταβάλλοντας τη λειτουργία της σε δυναστική και λεηλατική.


Ο Ρήγας σπέρνει τους σπόρους της Ελευθερίας. Εικονογράφηση του Παναγιώτη Ζωγράφου 


2. Η ελληνική πολιτική επιστήμη έχει μελετήσει όπως θα έπρεπε το έργο του; Διδάσκεται στις αντίστοιχες σχολές της χώρας μας;
Προφανώς όχι. Εντάσσει τον Ρήγα στο γενικότερο ερμηνευτικό πλαίσιο που θεωρεί την ελληνική κοινωνία περιφερειακό προσκύρωμα της Ευρώπης. Υπό το πρίσμα αυτό, ο Ρήγας δεν είναι παρά ένας απλός μεταφορέας των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης και του Διαφωτισμού στην καθ’ ημάς καθυστερημένη Ανατολή. Στην πραγματικότητα, η κρατούσα ιστοριογραφία προβάλλει στον Ρήγα τη δική της αδυναμία να διατυπώσει έναν αυτοδύναμο επιστημονικό λόγο, δηλαδή την παραρτηματική της λειτουργία στο πλαίσιο του διεθνούς επιστημονικού γίγνεσθαι. Στον αντίποδα, ο Ρήγας πιστεύει ότι η δυτικο-ευρωπαϊκή διανόηση αντιγράφει δημιουργικά τα προ-δημοκρατικά συντάγματα των ελληνικών πόλεων (π.χ. του Σόλωνα), προκειμένου να τα εφαρμόσει όταν οι κοινωνικές συνθήκες το επιτρέψουν. Ο ίδιος όμως επιλέγει τη δημοκρατία επειδή, όπως αποδέχεται, είναι το πολίτευμα που ζουν οι Έλληνες της εποχής του στο πλαίσιο των κοινών/κοινοτήτων, παρά την οθωμανική κατοχή.




3. Η ελληνική διπλωματία αξιοποιεί τα μηνύματα που βγαίνουν μέσα από το έργο του Ρήγα;
Για να συμβεί αυτό, πρέπει αφενός το ελληνικό κράτος να επεξεργασθεί πολιτικές στρατηγικές για τον διεθνή του ρόλο, αντίστοιχες με τις δυνατότητες του ελληνισμού και αφετέρου η άρχουσα τάξη να ανακτήσει την επαφή της με την ελληνική ιστορία. Όμως, το παρόν πολιτειακό σύστημα δεν οδηγεί σε μια αναγκαστική έστω προσήλωση της άρχουσας τάξης στο δημόσιο καθήκον εφώ ετάχθη ούτε η παιδεία της την οπλίζει με την αρμόζουσα αυτοεκτίμηση και άρα με προσεγγίσεις αυτογνωσίας. Το πολιτικό προσωπικό και η κρατική διανόηση έχουν ενστερνισθεί το σύνδρομο του υπομείονα, του φορέα υποτέλειας, που χρησιμοποιεί το κράτος για να “φαίνεται” και να ευημερεί, όχι ως συλλογικό καταπίστευμα. Ο Ρήγας όμως είναι κτήμα όλων των Βαλκανίων, μια παγκόσμια μοφρή.
4. Τρεις Βαλκανικές χώρες βρίσκονται ήδη στην Ευρωπαϊκή Ένωση ενώ με την πάροδο του χρόνου θα μπουν και κάποιες άλλες. Αυτό βοηθά στη διαμόρφωση μιας μικρής Βαλκανικής ένωσης, έστω μία ευρύτερη συνεργασία μεταξύ των χωρών μας, μέσα στο ευρύτερο πάντα πλαίσιο της ΕΕ;
Η συστέγαση των βαλκανικών χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να αποτελέσει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία ανάπτυξης ευρύτερων συνεργειών στην περιοχή. Η Ε.Ε. προσφέρει μεγάλες θεσμικές ευκαιρίες σε διαπεριφερειακό επίπεδο. Η Ελλάδα δεν έχει καν αντιστοιχήσει τις πολιτικές της με την οικονομική της παρουσία στην περιοχή. Προφανώς δεν μιλάμε πια για μια Βαλκανική Ένωση, διότι έχουν μετατραπεί δραματικά οι συνθήκες, από την εποχή του Ρήγα, αλλά για τη δημιουργία ενός ισχυρού πλέγματος σχέσεων που θα κινητοποιούσε το κοινό πολιτισμικό υπόβαθρο των λαών της Βαλκανικής και το κοινό συμφέρον προς όφελος της ειρήνης, της ασφάλειας και της ευημερίας της περιοχής.

Η πρόταση του Ρήγα για την σημαία της Δημοκρατίας του. 

5. Με ποιες αντίστοιχες παγκόσμιες φυσιογνωμίες θα συγκρίνατε τον Ρήγα;
Η πρόταση του Ρήγα για μια οικουμενική κοσμόπολη δεν έχει προηγούμενο ούτε και διατυπώθηκε έκτοτε μια άλλη που να της μοιάζει έστω κατά μικρόν, με μέτρο την πρόοδο. Όλοι οι νεοτερικοί που στοχάσθηκαν για το κράτος είχαν κατά νουν ένα κράτος μετάβασης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό (Μοντεσκιέ, Χομπς κλπ) ή, στην καλύτερη περίπτωση, το πρωτο-ανθρωποκεντρικό κράτος έθνος. Δεν είναι τυχαίο ότι το σύνολο της σύγχρονης διανόησης αδυνατεί να συλλάβει ακόμη και τις θεμελιώδεις έννοιες που αποτελούν το θεμέλιο του κράτους του Ρήγα, όπως η δημοκρατία, η ελευθερία, η ισότητα. Εξού και οι παρερμηνείες του Ρήγα ή το γεγονός ότι ορίζουν ως δημοκρατικό ένα σύστημα, όπως το σημερινό που δεν συγκεντρώνει ούτε τις προϋποθέσεις της αντιπροσώπευσης.

29/6/10

Προκήρυξη των νοσοκομειακών γιατρών

Οι νοσοκομειακοί γιατροί πρωτοστατούν στη λαϊκή αντίσταση. 

Με πρωτοβουλία της ΕΝΙΚ (Ένωση Νοσοκομειακών Ιατρών Κιλκίς) και με έγκριση του του Γενικού Συμβουλίου της ΟΕΝΓΕ (Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδος) τυπώθηκε, μοιράζεται και κυκλοφορεί στο διαδίκτυο η παρακάτω προκήρυξη.


Ανατυπώστε την ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ αυτή και μοιράστε την.
- Αρνούμαστε τη συνενοχή μας στη δημιουργία του τραπεζικού χρέους. Λυπούμαστε, αλλά δεν αποδεχόμαστε ότι κάθε Έλληνας πολίτης δημιούργησε χρέος 35.000 ευρώ!
- Απαιτούμε από την ελληνική κυβέρνηση την άρνηση αποπληρωμής του χρέους αυτού αφού είναι ειδεχθές και ουσιαστικά μη δημόσιο (όπως αποδεικνύει το χάλι της χώρας)
- Αγωνιζόμαστε για την απελευθέρωση της χώρας από την κατοχή του ΔΝΤ της ΕΚΤ και της ΕΕ. Έξω από την ΟΝΕ και το ευρώ που οδήγησαν τη χώρα στην εξαθλίωση!
- Συντασσόμαστε με τους λαούς της Ευρώπης για μια Ένωση λαών και όχι κεφαλαίων.
- Ζητάμε την κρατικοποίηση των μεγάλων ελληνικών τραπεζών και κρατικό έλεγχο στην έκδοση, κυκλοφορία και ισοτιμία εθνικού νομίσματος.
- Θέλουμε αειφόρο ανάπτυξη της χώρας με ακηδεμόνευτη αναπτυξιακή εθνική πολιτική και μέτρα με στόχο την πλήρη απασχόληση και την εξάλειψη της ανεργίας.
- Ζητάμε μέτρα άμεσης εξισορρόπησης του εμπορικού ελλείμματος με την ενίσχυση της ντόπιας παραγωγής και τη σταδιακή μείωση των εισαγωγών διότι δημιουργούν χρέος.
- Απαιτούμε επιτέλους πραγματική ανακατανομή εισοδήματος, μείωση των έμμεσων φόρων και του ΦΠΑ, δραστική ενίσχυση των χαμηλών εισοδημάτων (εργατικών και συνταξιοδοτικών), ενίσχυση και επανένταξη των ανέργων στην παραγωγή, δίκαιο φορολογικό σύστημα  με άγρια φορολόγηση των σωρευτικών (μη επενδυτικών) κεφαλαίων, κατάργηση όλων των φοροαπαλλαγών και των χαριστικών ρυθμίσεων που αφορούν προνομιούχα κλιμάκια και κλάδους.
- Απαιτούμε άμεση αποκατάσταση και ενίσχυση των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων,  ενίσχυση και όχι αποδυνάμωση της δημόσιας υγείας, της παιδείας και της πρόνοιας. Ζητάμε μείωση των εξοπλισμών και επανεξέταση όλων των εξοπλιστικών προγραμμάτων και συμφωνιών με γνώμονα τα πραγματικά κοινωνικά και εθνικά συμφέροντά μας και όχι τα συμφέροντα εταιριών "συμμάχων" και "ευρω-εταίρων".
- Οι απατεώνες να σταλούν στα δικαστήρια και οι εμπνευστές και υποστηρικτές των αντεθνικών αντιλαϊκών μέτρων να πάνε στα σπίτια τους ή στις δεύτερες πατρίδες τους.
- Να ζητηθεί από τα αρμόδια ελληνικά και ευρωπαϊκά δικαστήρια η ακύρωση των αντισυνταγματικών αντιλαϊκών και αντεθνικών μέτρων κατοχικού χαρακτήρα.
- Η προπαγάνδα των ΜΜΕ πρέπει να βρίσκει κλειστά αφτιά και κλειστούς δέκτες.
- Επιδιώκουμε λαϊκή συναίνεση και συμπόρευση όλων των προοδευτικών δυνάμεων. Όχι στις κομματικές σκοπιμότητες την ώρα ετούτη!
- Απαιτούμε την άμεση συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων με δημοψηφίσματα και με τη θέσπιση της ανακλητότητας όλων των δημόσιων λειτουργών. Η επόμενη συνταγματική μεταρρύθμιση πρέπει να έχει ως πρώτιστο στόχο την κατάργηση του ψευδεπίγραφου ολιγαρχικού μας πολιτεύματος και την επάνοδο στη δημοκρατία. Η Ελλάδα που γέννησε την αληθινή δημοκρατία μπορεί να γίνει και η χώρα που θα την αναστήσει.
- Απαιτούμε ρητή προεκλογική δέσμευση για όλα τα παραπάνω, των υποψηφίων στις ερχόμενες εκλογές και καταψηφίζουμε όσους την αρνούνται.



____________________________________________________



Χρ. Γιανναράς, Ν. Ξυδάκης Διάλογος για την κρίση

H  εφημερίδα Καθημερινή διοργάνωσε στις αρχές Ιουνίου συζήτηση μεταξύ αρθρογράφων και συνδρομητών της, στο Κέντρο Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος», στην Αθήνα με τρία καίρια ερωτήματα: «Τι πήγε στραβά; Πώς φτάσαμε στη σημερινή κρίση; Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να την ξεπεράσουμε;».
Δείτε και ακούστε τις εισηγήσεις και τον διάλογο με το κοινό, του Χρήστου Γιανναρά, & του Νίκου Ξυδάκη.  Ρόλο συντονιστή είχε ο διευθυντής της εφημερίδας Αλέξης Παπαχελάς.


Χρ. Γιανναράς,  Διάλογος για την κρίση from antifono.gr on Vimeo.

Πηγή: Αντίφωνο

26/6/10

Μηχανισμοί-Συστήματα καταδυνάστευσης-Η επόμενη μέρα της κρίσης

Γιώργος Κοντογιώργης: "Μηχανισμοί" - "Συστήματα καταδυνάστευσης" και η επόμενη μέρα της κρίσης.
Από τον ιστότοπο του "Αντίφωνου"

Ο  κ. Γιώργος Κοντογιώργης στο πρώτο μέρος της συζήτησής μας, μίλησε για τους δασκάλους του, την κομματοκρατία στο πολιτικό σύστημα, την ψευδεπώνυμη αντιπροσωπευτική δημοκρατία, την διαφοροποίηση του κράτους από το πολιτικό σύστημα, της πολιτικής από την εξουσία και του πολιτικού φαινομένου από τον τρόπο συγκρότησής του. Επίσης αναφέρθηκε στον Μάρξ, στον Αριστοτέλη στο Περικλή και στον Σόλωνα.
Απάντησε στο " γιατί γράφει την Νεοτερικότητα με όμικρον", μας εξήγησε το πως εξελίχθηκε από περίοδο σε ιδεολογία, και ότι διάγει τα πρώτα της βήματα (μετά την φεουδαλική εποχή) σε αντίθεση με την Ελληνική ανθρωποκεντρική πορεία.  Διασαφήνισε τον ρόλο εντολοδότη-εντολοδόχου, ελευθερίας-δικαιώματος, θεσμών και προσώπων-ηγετών και απόρησε με τον όρο πολιτική ευθύνη.  Έθιξε τον ρόλο των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, της "κοινωνίας των πολιτών"  και έφερε παραδείγματα για την ιδεολογικοποίηση της οικολογίας.  Προσδιόρισε την ανθρωποκεντρική οπισθοδρόμηση της ελληνικής κοινωνίας για δήθεν πρόοδο και "εξευρωπαϊσμό" της  και υπεραμύνθηκε του ρόλου της εκκλησίας του δήμου των πιστών.  Δειτε παρακάτω το Α΄μέρος της συζήτησης:



Γ. Κοντογιώργης: "Μηχανισμοί"-"Συστήματα" καταδυνάστευσης και η "κρίση" from antifono.gr on Vimeo.

24/6/10

Σύνταγμα, μνημόνιο, εργασιακές σχέσεις και «σωτηρία της πατρίδας»

(από τα “Ενθέματα” της “Αυγής”, 20/6/2010)

του Δημήτρη Α. Τραυλού-Τζανετάτου*

Στη φάση πλήρους και καθολικής αποσύνθεσης και σήψης που διανύει η χώρα, η οποία, ύστερα από την εναπόθεση των ελπίδων ανόρθωσης στους εκπροσώπους της διεθνούς «χρηματοπιστωτικής τρομοκρατίας», βρίσκεται αντιμέτωπη με εφιαλτικές εξελίξεις, η επισήμανση περιπτώσεων πολιτικής και όχι μόνο υποκρισίας και φαρισαϊσμού, ανακατεμένων συχνά με στοιχεία ευήθειας και αλαζονείας, φαντάζει προκλητική πολυτέλεια. Ωστόσο τα πράγματα πέραν της γελοιογραφικής ή απλώς απωθητικής και απαξιωτικής τους πλευράς εμφανίζουν συχνά μια τραγική διάσταση. Αυτό συμβαίνει όταν παραβιάζεται κατάφωρα το Σύνταγμα και η Δημοκρατία κινδυνεύει να χάσει κάθε ίχνος αξιοπιστίας.

 
Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, “Ο διαμερισμός των ιματίων του Ιησού (Espolio)”, Καθεδρικός ναός του Τολέδου (λεπτομέρεια)  
Πρόσφατα απασχόλησε Κυβέρνηση και Τύπο η δήθεν έλλειψη σεβασμού του ΚΚΕ προς το Σύνταγμα. Και τούτο όταν είναι ευδιάκριτη, αν όχι αυτονόητη, η κρίσιμη διαφορά ανάμεσα στην έμπρακτη υπονόμευση και παραβίαση του Συντάγματος και στην πολιτικοϊδεολογική αμφισβήτησή του μέσω του χαρακτηρισμού του ως ταξικού. Ποιος άλλωστε σοβαρός συνταγματολόγος θα αμφισβητούσε ότι το Σύνταγμα, εκφράζοντας τον συσχετισμό των κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων και των αντικειμενικών οικονομικών συνθηκών της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, εντός της οποίας γεννιέται και τίθεται σε λειτουργία, παραμένει ανοικτό στις κοινωνικές εξελίξεις; Αρκεί γι’ αυτό η ενδεικτική αναφορά στον πρύτανη των Ελλήνων συνταγματολόγων, τον αείμνηστο Αριστόβουλο Μάνεση. Είναι άλλωστε τουλάχιστο αφελές να πιστεύει κάποιος, ότι το ΚΚΕ, που υπέστη τα πάνδεινα στις συνθήκες διώξεων και παρανομίας, δεν αναγνωρίζει την πολιτική αλλά και τη θεσμική σημασία της νομιμοποίησής του και μέσω αυτής την αξία και χρησιμότητα του «αστικοδημοκρατικού Συντάγματος».



Οι αιτιάσεις, ωστόσο αυτές, πέραν του αστήρικτου και πολιτικά απαράδεκτου έως επικίνδυνου για τη δημοκρατία χαρακτήρα τους, εμπεριέχουν απύθμενη δόση υποκρισίας, η οποία προφανώς στοχεύει στη συγκάλυψη και στον αποπροσανατολισμό κραυγαλέων αντισυνταγματικοτήτων και ακραίων αντιδημοκρατικών και αντικοινωνικών συμπεριφορών και πρακτικών της πολιτικής εξουσίας. Αλήθεια τι να πρωτοϋπογραμμίσει κανείς, όταν η άκριτη και χωρίς όρια υιοθέτηση της λαίλαπας των γνωστών και δοκιμασμένων για την κοινωνική μονομέρεια και αναλγησία αλλά και απροσφορότητά τους «μέτρων διάσωσης» της ελληνικής οικονομίας του περιβόητου μνημονίου, παρασέρνει στη δίνη της ακόμη και στοιχειώδεις προστατευτικές εργατοδικαιϊκές ρυθμίσεις των αρχών του 20ού αιώνα, όπως είναι εκείνες του Ν. 2112/20 για την προστασία των απολύσεων! (απορρύθμιση μέχρι ουσιαστικής κατάργησης των αποζημιώσεων καταγγελίας). Πολλώ μάλλον όταν, όπως γίνεται ευρύτερα δεκτό, θεσμικοί εργασιακοί νόμοι, προγενέστεροι του Συντάγματος του 1975, αποκτούν συνταγματική θωράκιση είτε στο πλαίσιο του «κοινωνικού κεκτημένου» είτε, πάντως, μέσω της θεώρησής τους ως θεσμικών εγγυήσεων του θεμελιώδους κοινωνικού δικαιώματος εργασίας (άρθρο 25 παρ. 1 Σ). Αλλά και θεσμικές ρυθμίσεις που ανήκουν στον πυρήνα του μεταπολεμικά εγκαθιδρυθέντος «εργασιακού νομικού πολιτισμού», ενσωματωμένες σε εθνικά Συντάγματα και αναγνωρισμένες σε σειρά Διεθνών Συμβάσεων και Συνθηκών, δέχονται ισχυρότατα πλήγματα. Τρανό παράδειγμα οι αλλεπάλληλες δραστικές περικοπές μισθών, επιδομάτων και δώρων, ανεξαρτήτως από την προέλευσή τους. Αρκεί εδώ η εστίαση της προσοχής στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας ως βασικού μηχανισμού καθορισμού των αποδοχών.

Όταν πριν από 25 ολόκληρα χρόνια, με την από 18.10.1985 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, με στόχο τη «στήριξη της εθνικής οικονομίας» και την «προστασία του γενικού συμφέροντος», επιβλήθηκε μια απλώς περιοριστική εισοδηματική πολιτική (δηλ. μόνο πάγωμα, όχι περικοπή και δη δραστική των μισθών), σείστηκε ο τόπος: καθηγητές πανεπιστημίου σχεδόν στο σύνολό τους και πολυάριθμες δικαστικές αποφάσεις χαρακτήρισαν τη νομοθετική αυτή «κατάληψη των σχέσεων εργασίας» ως πάσχουσα πολλαπλώς από αντισυνταγματικότητα. Η Επιτροπή Παραπόνων της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, τονίζοντας τον θεμελιώδη ρόλο της συλλογικής αυτονομίας, έθεσε με σαφή και αντικειμενικό τρόπο τα όρια τέτοιων κρατικών παρεμβάσεων. Η εναντίωση του συνδικαλιστικού κινήματος υπήρξε αποφασιστική και καθολική, με αποτέλεσμα τη διάσπαση του φιλοκυβερνητικού συνδικαλισμού. Τέλος οργανώθηκαν συνέδρια και ημερίδες με συμμετοχή Ελλήνων και ξένων επιστημόνων και συνδικαλιστών, στα οποία ομόφωνη υπήρξε η καταδίκη της «μονόπλευρης λιτότητας». Σήμερα δεν απορρυθμίζεται απλώς η συλλογική αυτονομία ως κορυφαία εκδήλωση της συλλογικής συνδικαλιστικής δράσης, αλλά αποδομούνται κυριολεκτικά θεμελιώδη συστατικά της στοιχεία. Ωστόσο πέραν της παρατηρούμενης βασικά «σιγής των ειδικών» (με ενδιαφέρον πάντως αναμένονται οι παρεμβάσεις γνωστών συνταγματολόγων στο ΔΣΑ στις 12.6), αν εξαιρέσει κανείς τις σποραδικές, διασπαστικές και κερματισμένες κινητοποιήσεις που, πλην της μεγαλειώδους πάνδημης διαδήλωσης της 5ης του Μάη, η οποία σημαδεύτηκε από το στυγερό έγκλημα της δολοφονίας τριών τραπεζοϋπαλλήλων, δεν είναι αντικειμενικά σε θέση να αναχαιτίσουν την κοινωνική κατολίσθηση, επικρατεί σε μεγάλο βαθμό μια ιδιότυπη κατάσταση και αναμονής. Η κατάσταση αυτή είναι αναμεμειγμένη με στοιχεία αμηχανίας για το πρακτέο, αίσθησης ματαιοπονίας και παραίτησης, αφενός μεν λόγω της επικρατούσας στα κόμματα της αριστεράς και στα συνδικάτα κατάστασης αποδιοργάνωσης και συρρίκνωσης της αντιπροσωπευτικότητας και έτσι της κοινωνικής νομιμοποίησής τους, αφετέρου δε λόγω μιας ιδεολογικά επιβληθείσας πεποίθησης για την αναπόδραστη δήθεν αναγκαιότητα των μέτρων κατεδάφισης του ισχύοντος δικτύου κοινωνικής προστασίας με την ευγενή φροντίδα και βοήθεια ποικιλόμορφων, εσωτερικών και εξωτερικών, μηχανισμών και κέντρων. Είναι έτσι χαρακτηριστικές για την «επιστημονικά οργανωμένη» επιχείρηση ιδεολογικής παραποίησης και συγκάλυψης του πραγματικού χαρακτήρα του «πακέτου διάσωσης» και εκμαίευσης τουλάχιστον της ανοχής των πολιτών οι αποκαλύψεις μερίδας του τύπου για την ανάθεση από το ΔΝΤ στην εταιρία επικοινωνίας Civitas Group της σχετικής προπαγάνδισης και διαφήμισης, με τη βοήθεια βεβαίως μέρους των ΜΜΕ! (βλ. σχετικά «Εποχή» 13.6.2010, σ. 3, «ΠΡΙΝ» 13.6.2010 και «Ελευθεροτυπία»  14.6.2010, σ. 63).

Χαρακτηριστικό του βάθους και της έντασης των νομοθετικών παρεμβάσεων στη συλλογική αυτονομία παράδειγμα αποτελεί η κατάλυση της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης, που ως βασική συνιστώσα της πρωταρχικής προστατευτικής αρχής, απολαμβάνει συνταγματικής προστασίας. Έτσι, βάσει του άρθρου 2 αριθ. 7 του Ν. 3845/2010, προϊόντος επιβολής ενός ιδιαίτερα προβληματικού από τη σκοπιά του Συντάγματος και από πλευράς διαδικασίας (το ζήτημα αν απαιτούνται κατά το άρθρο 28 πλειοψηφία 151 ή 180 βουλευτών που έθεσε η αριστερά παρακάμφθηκε κατά τη σχετική συζήτηση), αλλά και του Ευρωπαϊκού Δικαίου (βλ. ιδίως άρθρο 6 Συνθ. ΕΕ) μηχανισμού στήριξης της περιβόητης Τρόικας (ΔΝΤ, ΕΚΤ, ΕΕ), καταργούνται πια τα κατώτατα όρια ασφάλειας των Εθνικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, αφού είναι δυνατή η μείωσή τους μέσω οποιουδήποτε άλλου είδους συλλογικής σύμβασης εργασίας! Σημειωτέον δε ότι οι απειλούμενοι με μείωση κατώτατοι μισθοί είναι ουσιαστικά μισθοί πείνας σε σχέση με τα ισχύοντα στις άλλες χώρες της ΕΕ (π.χ. είναι μειωμένοι κατά 50% έναντι των αντίστοιχων μισθών των Γερμανών εργαζομένων). Ιδιαίτερα κρίσιμη είναι επίσης η παρέμβαση που προγραμματίζεται (και μάλιστα με προεδρικό διάταγμα!) κατά του ισχύοντος συστήματος διαιτητικής επίλυσης των διαφορών εργασίας στο πλαίσιο του ΟΜΕΔ. Όμως, αν καταργηθεί η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας και αξιωθεί η συμφωνημένη από τα δύο μέρη προσφυγή, τινάζεται κυριολεκτικά στον αέρα ένας συνταγματικά διασφαλισμένος και δοκιμασμένος στην πράξη θεσμός. Ας σημειωθεί πως ο θεσμός αυτός αποτελεί βασική συνιστώσα ενός ευρύτερου θεσμικού συστήματος (Ν. 1876/1990) που έτυχε κατά τρόπο μοναδικό στην ιστορία του εργατικού δικαίου της Ελλάδας καθολικής αποδοχής, μέσω της ομόφωνης ψήφισης του σχετικού νόμου από την Οικουμενική Κυβέρνηση Ζολώτα. Το επιχείρημα άλλωστε ότι η τυχόν μη υπαχθείσα στη διαιτησία διαφορά θα λυθεί μέσω «ελεύθερων εργατικών αγώνων» είναι έωλο και υποκριτικό. Τούτο δε καθώς «παραβλέπει» ή «αποσιωπά» ότι το δικαίωμα της απεργίας είναι νομολογιακά σχεδόν πλήρως απορρυθμισμένο! (βλ. σχετικά Καζάκου, «Δρόμος της αριστεράς» 22.5.2010, σ. 9)

Βεβαίως, θα ισχυριστούν ορισμένοι, οι συνθήκες έχουν δραματικά μεταβληθεί σε σχέση με το 1985, αφού το «γενικό συμφέρον» ταυτίζεται πια με την «επιβίωση της χώρας». Salus patriae suprema lex. Η επισήμανση αυτή φαίνεται ενδιαφέρουσα, ωστόσο με τις ακόλουθες διευκρινίσεις: το γενικό συμφέρον δεν διαθέτει υπερσυνταγματικές ή μεταφυσικές ιδιότητες, αλλά είναι υποταγμένο στο συνολικό συνταγματικό πλαίσιο οργάνωσης της πολιτείας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Αυτό σημαίνει ότι υπόκειται σ’ ένα διπλό περιορισμό, α) από τον πυρήνα του θιγόμενου δικαιώματος και β) από την αρχή της αναλογικότητας. Όμως, πέραν του εμφανούς δυσανάλογου χαρακτήρα των προβλεπόμενων περιορισμών συνταγματικών δικαιωμάτων (εργασίας, συλλογικής αυτονομίας) και της δειχθείσας ήδη απροσφορότητας και αναποτελεσματικότητάς τους (ήδη το όφελος των περικοπών έχει εξατμιστεί λόγω των μειωμένων εσόδων!), η απουσία ταυτόχρονης νομοθετικής παρέμβασης στις τιμές (ούτε το πάγωμά τους δεν προβλέπεται!) δημιουργεί εμφανέστατα προβλήματα συνταγματικότητας και από πλευράς αρχής της ισότητας. Άλλωστε, όπως γίνεται ευρύτερα δεκτό, ο θεσμός της συλλογικής αυτονομίας και οι επιμέρους συνιστώσες του (π.χ. ΣΣΕ, Διαιτησία), ως άρρηκτα συνδεδεμένος από τη φύση και τελολογία του με το γενικό συμφέρον, το συμπροσδιορίζει. Αυτό το στοιχείο σχετικοποιεί έντονα τις δυνατότητες και τα όρια επίκλησής του σε βάρος μιας κρίσιμης συνιστώσας του.

 
Η πυραμίδα του καπιταλιστικού συστήματος”, αφίσα των Industrial Workers of the World, 1911

Θα παρατηρήσει όμως κάποιος: μα το Σύνταγμα δεν εκφράζει και συνάμα προστατεύει ένα συγκεκριμένο οικονομικό καθεστώς; Το εργατικό δίκαιο δεν υπηρετεί βασικά τον ισχύοντα τρόπο παραγωγής; Σε περιόδους κρίσης δεν μειώνεται ή και εκμηδενίζεται η όποια εναλλακτική του λειτουργία; Οι παρατηρήσεις αυτές είναι σωστές από κοινωνικολογική-οντολογική σκοπιά. Ωστόσο σε δεοντολογικό-κανονιστικό επίπεδο τα πράγματα αλλάζουν. Έτσι το Σύνταγμα μιας δημοκρατικά οργανωμένης πολιτείας δεν μπορεί παρά να αξιώνει την κανονιστική του πραγμάτωση. Η αξίωση αυτή ισχύει τόσο σε περίοδο οικονομικής σταθερότητας και ανάπτυξης όσο και σε περίοδο οικονομικής κρίσης. Μάλιστα στην τελευταία περίπτωση αναδείχνεται η χρησιμότητά του και δοκιμάζεται η αξιοπιστία του. Δεν υπάρχει Σύνταγμα δύο ταχυτήτων. Όπως είναι γνωστό, μόνο όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 48 (πόλεμος, επιστράτευση εξαιτίας εξωτερικών κινδύνων, κίνδυνος ανατροπής δημοκρατικού πολιτεύματος) επιτρέπεται η αναστολή σειράς συνταγματικών διατάξεων, στα οποία όμως δεν συμπεριλαμβάνονται κρίσιμα για τα εργασιακά δικαιώματα άρθρα. Η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, όσο βαθιά, εκτεταμένη και επικίνδυνη και αν είναι, δεν αποτελεί λόγο ουσιαστικής αναστολής των θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων ούτε βεβαίως παρεμπόδισης της κανονιστικής τους πραγμάτωσης μέσω της αποτελεσματικής άσκησής τους (βλ. και άρθρα 23 παρ. 1 και 25 αριθ. 1 εδ. β΄ και γ΄ Σ.). Το σύστημα της «κοινωνικά δεσμευμένης οικονομίας της αγοράς», το οποίο διασφαλίζεται από το Σύνταγμα, αξιώνει τήρηση και σεβασμό ανεξαρτήτως οικονομικής της συγκυρίας. Αυτό σημαίνει απαγόρευση εφαρμογής ακραίων νεοφιλελευθέρων επιλογών, ιδίως όταν αυτές οδηγούν σε εκβαρβαρισμό των κοινωνικών και εργασιακών σχέσεων. Η σύνδεση έτσι της οικονομικής ανασυγκρότησης με την ανάγκη σωτηρίας της πατρίδας, δεν μπορεί να οδηγεί σε υπονόμευση ή ανατροπή του Συντάγματος και των θεμελιωδών αρχών του δημοκρατικού πολιτεύματος, όπως είναι η λαϊκή κυριαρχία, οι μορφές συλλογικής οργάνωσης και δράσης και τα θεμελιώδη δικαιώματα, ιδίως των αντικειμενικά ευρισκόμενων σε μειονεκτική θέση εργαζομένων και των συλλογικών τους φορέων. Αντιθέτως, όπως διδάσκει η ιστορία, η υποβάθμιση και ο παραγκωνισμός του Συντάγματος δυναμιτίζουν το πατριωτικό μέτωπο και οδηγούν στην καταστροφή.

Έτσι η ταύτιση της «σωτηρίας της πατρίδας» με τη νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα και τον δίκην νομοτελειακής αναγκαιότητας μονόδρομο «σωτηρίας της οικονομίας» των υπερεθνικών εκφραστών της, αν δεν αποτελεί ιεροσυλία, είναι υποκριτική και λειτουργεί ως διαστρεβλωτικό των υφιστάμενων εναλλακτικών δυνατοτήτων αντιμετώπισης της κρίσης ιδεολόγημα. Αλήθεια, πώς είναι δυνατόν η σωτηρία της πατρίδας να αξιώνει την καταβύθιση της χώρας στο έρεβος μιας ουσιαστικά χωρίς χρονικό ορίζοντα λιτότητας και μονομερούς θυσίας των «μη εχόντων» και «μη προνομιούχων»; Και τι απομένει άραγε από την εθνική, αλλά και λαϊκή κυριαρχία, όταν ακόμη και η λύση του κοινωνικοασφαλιστικού ζητήματος, που σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού κράτους, επιβάλλεται από την τρόικα, στην οποία κυριαρχεί το ΔΝΤ, δηλ. ένας εξωευρωπαϊκός οργανισμός; Βεβαίως η οικονομική κρίση επηρεάζει σοβαρά τη διαπραγματευτική θέση και την άμυνα της χώρας. Ποιος όμως θα την υπερασπιστεί, όταν αυτή περιέλθει σε κίνδυνο; Ο έχων και καθόλου ή ελάχιστα πληττόμενος από τα μέτρα που συνήθως στερείται πατρίδας ή εκείνος,  ο οποίος βιώνει συνθήκες κοινωνικής ασφυξίας; Υποκρισία λοιπόν καθ’ υποτροπήν, ωστόσο διάτρητη και ανίκανη να αποπροσανατολίσει.

Η γενικευθείσα ήδη εφαρμογή της συνταγής «μονόπλευρης λιτότητας» σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη, μη εξαιρουμένης και της κραταιάς Γερμανίας, εμπεριέχει ωστόσο μια κρίσιμη αντίφαση, αντανάκλαση της κυρίαρχης αντίφασης που χαρακτηρίζει το καπιταλιστικό σύστημα. Αυτή συνίσταται στο στοιχείο όχι απλώς της αυτοαναίρεσης των «μέτρων σωτηρίας» λόγω του κινδύνου γενικευμένης κοινωνικής αντίδρασης και αντίστασης, αλλά της αμφισβήτησης της ηγεμονίας του ίδιου του οικονομικού συστήματος. Αυτό οφείλεται στην, μέσω της περιέλευσης του Συντάγματος σε πλήρη απορρύθμιση και αναξιοπιστία, ριζοσπαστικοποίηση και πολιτικοποίηση των κοινωνικών αγώνων και έτσι στην απομυθοποίηση του «κοινωνικού διαλόγου» και της «κοινωνικής ειρήνης» ως μηχανισμών διασφάλισης του γενικού συμφέροντος (βλ. και άρθρο 106 παρ. 1 Σ). Έτσι μοναδική πράγματι επικαιρότητα αλλά και δραματικότητα αποκτούν τα κρίσιμα ερωτήματα που προ δεκαεξαετίας έθεσε με ιδιαίτερη ευστοχία και γλαφυρότητα ο καθηγητής Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: «Και τα κοινωνικά δικαιώματα λοιπόν; Τι έγιναν τα συντάγματα, τι έγιναν οι συνταγματολόγοι, τι έγιναν οι θεματοφύλακες της νέας κοινωνικής και αλληλέγγυας νομιμότητας του ευρωπαϊκού μεταπολέμου; Πως αφέθηκε το αόρατο χέρι του Adam Smith να ξεσκίσει συντάγματα, εγγυήσεις, χάρτες και κοινωνικά συμβόλαια σαν να ήταν άχρηστα κουρελόχαρτα; Γιατί τα κατοχυρωμένα κοινωνικά δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη καταπατούνται αδίστακτα στο όνομα μιας εξουσιαστικής νέας παγκόσμιας τάξης που βρίσκεται έξω από κάθε κοινωνικό ή κρατικό έλεγχο;  Και πως, όταν κάποτε αναστραφεί ο ρους των πραγμάτων, θα μπορέσουν οι καταφρονεμένοι να πεισθούν, να διεκδικήσουν, να ανακτήσουν και να αρκεσθούν σε καταστατικές «συνταγματικές εγγυήσεις», όταν οι εγγυήσεις αυτές δεν αξίζουν περισσότερο από το χαρτί στο οποίο είναι γραμμένες; Στην πραγματικότητα, το διακύβευμα είναι πολύ σοβαρότερο από ό,τι φαίνεται. Με τις νέες παγκόσμιες ισορροπίες δυνάμεων που διαγράφονται, δεν κινδυνεύει μόνο η λειτουργία της κοινωνίας, αλλά και η αξιοπιστία των οποιωνδήποτε καταστατικών της αρχών, η αξιοπιστία της δημοκρατίας» («Το Βήμα της Κυριακής», 23.1.1994, σ. Β11).

Είναι λοιπόν πλέον ολοφάνερο ότι η σωτηρία της πατρίδας βρίσκεται σε αγεφύρωτη αντίθεση με τον «εργασιακό μεσαίωνα» και την κοινωνικοασφαλιστική βαρβαρότητα (βλ. μεταξύ άλλων Κουζή, «Η Εποχή», 30.5.2010. σ. 4, Ρωμανιά, «Η Εποχή», 13.6.2010, σ. 4). Ωστόσο η γενίκευση της επίθεσης και της επιχείρησης εκφοβισμού μέσω του «ελληνικού προβλήματος» σε ευρωπαϊκό επίπεδο προσφέρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για οργάνωση και σφυρηλάτηση ενός ενιαίου πανευρωπαϊκού μετώπου αντίστασης. Ήδη οι εργαζόμενοι στην Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία και εσχάτως στη Γερμανία, όπου ακούστηκε το σύνθημα «είμαστε όλοι Έλληνες», βρίσκονται σε διαρκή αναβρασμό. Η μικρή μας χώρα από πειραματόζωο, πιλότος και φόβητρο των Ευρωπαίων εργαζομένων μπορεί πράγματι να λειτουργήσει ως καταλύτης για μια διευρωπαϊκή συσπείρωση και δράση. Στην κρίσιμη αυτή ιστορική καμπή όπου οι Έλληνες εργαζόμενοι και οι πολίτες γενικότερα αντιμετωπίζουν το φάσμα της κοινωνικής καταστροφής, όπου εθνική και λαϊκή κυριαρχία βρίσκονται σε δεινή δοκιμασία, όπου η φερεγγυότητα του πολιτικού συστήματος τείνει να εκμηδενιστεί, αναδύεται η κρισιμότητα εφαρμογής του άρθρου 120 (πρώην 114) του Συντάγματος που εναποθέτει την προστασία του στο πατριωτισμό των Ελλήνων: σ’ έναν αγνό, υγιή, ανιδιοτελή πατριωτισμό, ανεπηρέαστο και ανόθευτο από μεταμοντέρνες, νεόκοπες και κοσμοπολίτικες επιρροές. Ένα πατριωτισμό, χωρίς τον οποίο καμιά διεθνιστική συσπείρωση και δράση δεν θα είναι αποτελεσματική και καρποφόρα. Αυτός λοιπόν ο «διεθνικός πατριωτισμός» (ή «πατριωτικός διεθνισμός») δεν μπορεί να νοηθεί και να λειτουργήσει αποκομμένος από τη λαϊκή κυριαρχία και τη Δημοκρατία σε όλες της τις διαστάσεις. Αντιθέτως βρίσκεται σε διαρκή διαλεκτική σχέση μαζί τους. Πατριωτισμός, Δημοκρατία και γενικό συμφέρον συγκροτούν μια αδιάσπαστη αξιολογική ενότητα, αλλά και μια εύθραυστη ισορροπία. Η διατήρηση και διασφάλιση αυτής της ενότητας αποτελεί υπέρτατο χρέος και μέγιστη ιστορική ευθύνη. Η πρόσφατη απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου της Λετονίας έκρινε ότι δημοσιονομικές συμφωνίες όπως το ελληνικό μνημόνιο δεν μπορούν να περιορίσουν τα θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα. Η απόφαση αυτή καταδεικνύει πως ακόμη και στις επικρατούσες σήμερα ιδιαίτερα δυσχερείς για τους λαούς συνθήκες, του πάντως βαριά λαβωμένου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, υπάρχουν περιθώρια οργάνωσης και πραγμάτωσης μιας εναλλακτικής νομικής δράσης. Ωστόσο η εξέλιξη αυτή δεν πρέπει να οδηγεί στην αυταπάτη ότι το πρόβλημα της αποδόμησης των κοινωνικών κατακτήσεων μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσω δικαστικοποίησης και συναφών μορφών νομικής δράσης. Μόνο η ένταξη της νομικής δράσης στο κοινωνικοπολιτικό αγώνα είναι αντικειμενικά σε θέση να αναχαιτίσει και να ανατρέψει την τρομοκρατία των αγορών.

* Ο Δημήτρης Α. Τραυλός-Τζανετάτος είναι καθηγητής Εργατικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών 

Πηγή: syspeirosi.wordpress.com

23/6/10

Αναζητώντας την πολιτική μέσα στην κρίση.

Μια συζήτηση με τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά



Πάμπλο Πικάσσο, "Το τέλος του δρόμου"

Πώς θα χαρακτηρίζατε, με δυο λόγια, την κατάσταση που ζούμε το τελευταίο διάστημα στην Ελλάδα.

Εντελώς επιγραμματικά, θα έλεγα ότι συνιστά μια μετάβαση στον άγριο, αρχετυπικό, δίχως όρια και περιορισμούς καπιταλισμό. Προφανώς και πριν καπιταλισμό είχαμε. Ωστόσο μια ιδιότυπη ιστορική συγκυρία είχε καταστήσει δυνατή την αναστολή ή άμβλυνση ορισμένων χαρακτηριστικών του. Έτσι στην Ελλάδα η διαδικασία της μισθωτοποίησης, της ευθείας δηλαδή υπαγωγής των δυνάμεων της εργασίας στο κεφάλαιο, υπήρξε εξαιρετικά αργόσυρτη. Το μεγαλύτερο ποσοστό του εργατικού δυναμικού ήταν αυτοαπασχολούμενοι στο πλαίσιο οικογενειακών επιχειρήσεων είτε στην ύπαιθρο είτε στη δευτερογενή παραγωγή είτε στις υπηρεσίες. Μέχρι πρόσφατα ήταν μια χώρα καπιταλιστική βέβαια, η οποία ωστόσο δεν στηριζόταν, παρά μόνο δευτερευόντως στη μισθωτή εργασία. Και καθώς το μεγαλύτερο κομμάτι των μισθωτών είναι δημόσιοι υπάλληλοι, μόνο το ένα τέταρτο του πληθυσμού, ίσως λίγο παραπάνω, εμφανίζονταν ως μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα. Σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες, στις ΗΠΑ, στην Αγγλία και στη Γερμανία το ποσοστό αυτό αγγίζει το 80-90%.

Δεν μπορώ να μπω σε λεπτομέρειες, αλλά σχηματικά αυτό οφείλεται στην ιστορική επιβίωση της μικρής οικογενειακής επιχείρησης, η οποία ενισχύθηκε από το πλέγμα παλιννόστηση-μετανάστευση στην ύπαιθρο (και στη συνέχεια από τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις) και στην πόλη, την ίδια στιγμή που ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν αναπτύχθηκε στη βάση της μεγάλης βιομηχανίας. Με αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για ένα ιδιότυπο σύστημα κοινωνικής εργασίας. Εκείνο που διαλύεται σήμερα είναι η μικρή αγροτική επιχείρηση, η οποία εδώ και χρόνια έχει αρχίσει να εξασθενεί, αλλά και όλες οι μικρομεσαίες οικογενειακές επιχειρήσεις στις υπηρεσίες (τουρισμός κ.λπ.), στο εμπόριο και στη μικρή επιτηδευματική παραγωγή.

Ποιες νομίζετε ότι θα είναι οι συνέπειες;

Πρώτα απ’ όλα, ξαφνικά η Ελλάδα αντιμετωπίζει ένα άμεσο πρόβλημα βίαιης προλεταριοποίησης. Δεν παίρνει βέβαια τη μορφή που είχε πάρει στην Αγγλία του 18ου αιώνα, οπότε εν μιά νυκτί οι κοινοτικές εκτάσεις περιφράχτηκαν αναγκάζοντας τους χωρικούς να πάνε στην πόλη και να στοιβαχτούν στα υπόγεια που περιγράφει ο Ένγκελς. Ωστόσο, υπάρχει μια μεγάλη μάζα ανθρώπων οι οποίοι πλέον θα είναι σε άμεση αναζήτηση εργασίας. Αν σκεφτούμε και τις αλλαγές στη δημόσια απασχόληση, η οποία μέχρι τώρα, καλώς ή κακώς, απασχολούσε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του εργατικού δυναμικού, βρισκόμαστε μπροστά στο φάσμα μιας θεαματικής αύξησης του ποσοστού του πληθυσμού που πρέπει να επιβιώσει με ό,τι δουλειά βρει, του ποδαριού ή μη, βορά μιας ανελέητης αγοράς εργασίας, χωρίς θεσμικές κατοχυρώσεις και κανόνες, και χωρίς να μπορεί να προστρέξει στη στοιχειώδη ασφάλεια της οικογένειας.

Όλα αυτά συνιστούν τομή, που είναι άδηλο πού θα καταλήξει. Και είναι άδηλο, γιατί οι αλλαγές δεν γίνονται βαθμιαία, όπως στη Δυτική Ευρώπη, αλλά πολύ βίαια: ουσιαστικά, μέσα σε πέντε-δέκα χρόνια απειλείται να αλλάξει τελείως μορφή το πρόσωπο της ελληνικής κοινωνίας, με άγνωστες πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες, και κυρίως όσον αφορά τον τρόπο που θα αντιδράσουν οι ευρύτατες μάζες στη διαφαινόμενη υποβάθμιση, μιζέρια και καταστροφή.


Το τέλος της κοινωνικής συναίνεσης της Μεταπολίτευσης

Και οι συνέπειες στο πολιτικό επίπεδο; Γράψατε, πριν λίγες εβδομάδες στο «Βήμα» για το τέλος της μεταπολίτευσης.

Στο πολιτικό επίπεδο δεν είναι καθόλου βέβαιο, με βάση και τις παγκόσμιες εμπειρίες, ότι οι μάζες αυτές θα κινηθούν προς τα αριστερά. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η συρρίκνωση του βιοτικού επιπέδου και, κυρίως, η συρρίκνωση των προοπτικών, να δημιουργήσει ένα λούμπεν δεξιό στοιχείο, το οποίο θα στηρίξει οποιεσδήποτε αβανταδόρικες, δημοκοπικές και δημεγερτικές λύσεις του προταθούν. Από την άλλη μεριά, είναι επίσης πιθανόν να οδηγηθούμε σε βίαιης μορφές αντιπαράθεσης με το κατεστημένο: αύξηση της εγκληματικότητας, των εγκλημάτων κατά της ατομικής ιδιοκτησίας και περιουσίας, αύξηση της κοινωνικής αρρυθμίας και ανομίας. Όλα αυτά θα μπορούσαν να οδηγήσουν την Ελλάδα σε πρωτόγνωρες κοινωνικές συγκρούσεις.

Αντί να μιλήσουμε για τέλος της μεταπολίτευσης –όπως ξέρεις, τους τίτλους τούς βάζουν συνήθως οι εφημερίδες– θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για το τέλος μιας στοιχειώδους κοινωνικής συναίνεσης, η οποία υπήρχε στην Ελλάδα μετά το 1974. Αυτό που συμβαίνει σήμερα βίαια στην Ελλάδα συνιστά μια αναγκαστική σύγκλιση στα τυπικά καπιταλιστικά πρότυπα κοινωνικών σχέσεων. Αυτό ακριβώς υπήρξε εξάλλου το όραμα του λεγόμενου εκσυγχρονισμού. Η σημερινή όμως σύγκλιση προς τα ευρωπαϊκά πρότυπα δεν συντελείται μέσα από ένα ισορροπημένο σύστημα πολιτικών παρεμβάσεων αλλά μέσα από τους αδυσώπητους μηχανισμούς που επιβάλλονται βίαια από το παγκόσμιο σύστημα. Το κατά πόσον το αποτέλεσμα μπορεί να είναι διαλυτικό για την ελληνική κοινωνία δεν τίθεται καν ως ερώτημα: πιστεύω ότι εδώ ακριβώς έγκειται το μείζον πρόβλημα και το μείζον αδιέξοδο που αντιμετωπίζει η χώρα αυτή τη στιγμή.

Ωστόσο ο εκσυγχρονισμός υπήρξε και σύνθημα και πολιτικό σχέδιο, έτσι δεν είναι;

Ήταν μια λέξη, μια σχεδόν μαγική λέξη: άμεση προσαρμογή –οικονομική, πολιτική, κοινωνική– της χώρας στα κυρίαρχα παγκόσμια πρότυπα, ανεξάρτητα από συνέπειες. Όμως ακόμα και αν εμφανίζεται ως μονόδρομος το εκσυγχρονιστικό πρόταγμα πάσχει επιστημολογικά και αξιακά. Θεωρεί δεδομένο ότι η ταύτιση μεγέθυνσης και προόδου δεν επιτρέπεται να αμφισβητείται και ότι η μεγέθυνση δεν είναι δυνατή παρά μόνο με τους ανταγωνιστικούς κανόνες και τα κριτήρια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Και με τα αξιώματα αυτά περιορίζονται ασφυκτικά οι δυνατότητες του κράτους να παίξει τον αυτόνομο παρεμβατικό του ρόλο.

Ασφαλώς, το ζήτημα δεν είναι ελληνικό. Το αίτημα του άνευ όρων εκσυγχρονισμού το ασπάστηκε πρώτη η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, από τον Μιτεράν μέχρι τον Σρέντερ, με κύριο εκπρόσωπο τον Τόνυ Μπλερ, που δέχτηκε ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος από το να παίξουμε χωρίς κανένα περιορισμό το αγοραίο ανταγωνιστικό παιχνίδι. Τούτου δοθέντος μύρια έπονται. Έπεται, λ.χ. η πλήρης απελευθέρωση των ιδιωτικών συναλλαγών και κεφαλαίων. Έπεται η τάση συρρίκνωσης όλων των εργατικών κατακτήσεων και η απελευθέρωση των αγορών εργασίας. Έπεται επίσης η αδυναμία των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων να «προστατεύσουν» οτιδήποτε εθνικό, από την οικονομία μέχρι την αστική τάξη.

Είναι αστείο, βέβαια, να μιλήσουμε για «προδοσία» της σοσιαλδημοκρατίας. Δεν είναι «αποστάτες», όπως ο Κάουτσκι, κατά την περίφημη πολεμική του Λένιν. Η διαφορά είναι ότι οι σοσιαλδημοκράτες εκείνης της εποχής επιδίωκαν μια βαθμιαία και τμηματική πορεία των χωρών προς τον σοσιαλισμό. Σήμερα, τα πράγματα είναι διαφορετικά, ίσως πολύ χειρότερα: μαζί με τον εγγενή παρεμβατικό κρατισμό του ο σοσιαλισμός εγκαταλείπει τη μετασχηματιστική του δύναμη. Μαζί με το νερό πετάγεται και το μωρό.

Η Αριστερά μετά το ’89: χωρίς εναλλακτική λύση

Και όσον αφορά την Αριστερά;

Οι ελπίδες της ευρωπαϊκής Αριστεράς ότι θα μπορούσε να προχωρήσει από κοινού με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα κατέρρευσαν ταυτόχρονα με την πλήρη στροφή της σοσιαλδημοκρατίας προς τα εκσυγχρονιστικά πρότυπα. Ταυτόχρονα, η Αριστερά στάθηκε ανίκανη να προτείνει μια εναλλακτική λύση και να αξιοποιήσει υπέρ αυτής ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνικής βάσης της σοσιαλδημοκρατίας και των συνδικάτων που είχαν μείζονες επιφυλάξεις για την κατεύθυνση που έπαιρναν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Η μάχη αυτή χάθηκε πολύ γρήγορα.

Η Αριστερά στην Ευρώπη μετά το 1989 δεν μπόρεσε να προτείνει μια νέα εναλλακτική λύση. Για μένα αυτός είναι ο βασικός λόγος της καθήλωσής της. Διαμαρτύρεται με επιτυχία, αναλύει επίσης με επιτυχία –σε ό,τι αφορά την αναλυτική του διεισδυτικότητα, ο αριστερογενής λόγος είναι ακόμα ακατανίκητος– αλλά στο ζήτημα της πειθούς, στο ερώτημα τι μπορούμε να κάνουμε, η αριστερά παραμένει στρατηγικά αναποτελεσματική. Η διαμαρτυρία είναι αναγκαία, αλλά όχι και επαρκής, αν δεν δημιουργούνται πολιτικά ρεύματα που προτείνουν και υλοποιούν εναλλακτικές λύσεις.

Το ζήτημα, βέβαια, της υποχώρησης του πολιτικού, δεν αφορά μόνο την Αριστερά, είναι γενικότερο, νομίζω…

Υπάρχει μια θεμελιώδης αντίφαση. Στο πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου κόσμου, οι μεγάλες οικονομικές αποφάσεις, οι μεγάλες αποφάσεις που ορίζουν τι είναι βιώσιμο, ανταγωνιστικό, αναπτυξιακό, δεν λαμβάνονται σε επίπεδο εθνικό. Λαμβάνονται είτε από το μεγάλο κεφάλαιο, είτε από τους ταγούς της ιδιόκτητης γνώσης, πληροφορίας, επιστήμης, τεχνολογίας. Η λειτουργία αυτών των αποφάσεων, οι οποίες είναι βαθύτατα πολιτικές αλλά παίρνονται εκτός των πολιτικών συστημάτων, είναι καταλυτική. Και έτσι όταν συγκρουστούν οι μικρές κατά τόπους πολιτικές εξουσίες (καθηλωμένες ως προς τη δημοκρατική τους νομιμοποίηση στο πλαίσιο μιας επικράτειας), με το νομαδικό και υπερεπικρατειακό παγκόσμιο κεφάλαιο, οι πρώτες είναι απολύτως ανίσχυρες: το παιχνίδι παίζεται στο γήπεδο του αντιπάλου.

Το σημερινό κεφάλαιο, ας το αποκαλέσουμε νομαδικό, λειτουργεί σε πλήρη αυτονομία από οποιαδήποτε πολιτική εξουσία, δεν έχει κανένα λόγο να συνδεθεί με μια συγκεκριμένη κοινωνία, να ενδιαφέρεται για την αναπαραγωγή της συνοχής της.

Η αγορά δεν έχει πια ανάγκη τα κράτη

Ήθελα να σας ρωτήσω ωστόσο: Αυτή η κινητικότητα του κεφαλαίου, ειδικά σε κάποιες μορφές του, δεν υπήρχε και παλαιότερα;

Τα κεφάλαια ποτέ δεν είχαν πατρίδα. Για πρώτη φορά όμως, όχι απλώς δεν έχουν πατρίδα, αλλά δεν έχουν κανένα λόγο να ενδιαφέρονται για κάποιον συγκεκριμένο κοινωνικό ιστό. Και δεν έχει σημασία αν οι ιδιοκτήτες μένουν στη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο ή το Τόκυο (συνήθως βέβαια έχουν βίλες σε δεκαεφτά μέρη!), σημασία έχει ότι τα συμφέροντα των κεφαλαίων δεν είναι συνδεδεμένα με την εσωτερική κοινωνική συνοχή των οποιασδήποτε χώρας. Μετακινούνται ελεύθερα μεταφέροντας τα συμφέροντά τους ανάλογα με την οικονομική συγκυρία. Κάποτε, το βιομηχανικό ιδίως κεφάλαιο μπορούσε να λειτουργεί ως εθνικό κεφάλαιο και επεδίωκε να συνδιαλλαγεί με το κράτος, να εξισορροπήσει τα δικά του μακροπρόθεσμα συμφέροντα με τη διαφαινόμενη πορεία της κοινωνίας. Αυτή είναι η σχετική αυτονομία του κράτους: το κράτος εγγυάται την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και ταυτόχρονα διαπραγματεύεται ή επιβάλλει στο κεφάλαιο περιορισμούς εν όψει του ιδεοποιημένου γενικού συμφέροντος.

Έχουμε μια ακόμα ουσιώδη διαφορά: τα κεφάλαια στο παρελθόν, ακόμα και αν ήταν τραπεζιτικά, εκκινούσαν από τη βάση μιας σταθεροποίησης του συγκεκριμένου οικονομικού περιβάλλοντος. Δούλευαν σε συγκεκριμένες αγορές, είχαν πελατολόγια, προμηθευτές, εξέταζαν μακροπρόθεσμες προοπτικές και δεν σκεφτόντουσαν τη δραστηριότητά τους ως προσωρινή. Η συσσωρευτική στρατηγική τους προσέβλεπε πάντα στην εμπέδωση των «θέσεών» τους σε ένα δεδομένο αγοραίο σύστημα. Σήμερα αντίθετα λειτουργούν εφάπαξ, η στρατηγική τους είναι της μιας ζαριάς, δεν φοβούνται αλλά τρέφονται με την αστάθεια. Με αυτή την έννοια, μπορεί να πει κανείς ότι, ειρωνικά, η αγορά έγινε επιτέλους τέλεια: για πρώτη φορά η αγορά είναι εντελώς απρόσωπη, δεν ενδιαφέρεται για το αύριο, αδιαφορεί για τις μακρόπνοες συνέπειες της κερδοσκοπίας της. Και γι’ αυτό ακριβώς δεν έχει «ανάγκη» των κρατών που βρίσκονται τα ίδια στο έλεος της συσσωρευτικής τους πρακτικής.

Τι προοπτικές βλέπετε να διαγράφονται;

Τι μπορούμε να ελπίζουμε; Τίποτα και πολλά. Τίποτα στο άμεσο μέλλον, και πολλά με την έννοια ότι μια παγκόσμια αντιπαράθεση κρατών με αυτού του τύπου την κεφαλαιακή κινητικότητα θα μπορούσε ίσως να οδηγήσει σε διεθνούς τύπου επιβαλλόμενες λύσεις και να επιστρέψουμε σε μια παλαιότερη μορφή σχέσεων κράτους και κεφαλαίου. Είναι αυτή που περιέγραψε και ο Πουλαντζάς, όπου το κράτος θα έχει ακόμα τη σχετική αυτονομία να φροντίζει για την αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων και να έχει σαν κύριο μέλημα την αναπαραγωγή του κοινωνικού σχηματισμού. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι τα κράτη σήμερα δεν μπορούν ή δεν θέλουν να φροντίσουν για τη συνοχή της κοινωνίας. Είναι υποχρεωμένα ή θεωρούν ότι είναι υποχρεωμένα να υπακούν στα κελεύσματα του διεθνούς κεφαλαίου, τρέμουν τη δημοσιονομική κρίση και δεν είναι σε θέση να αντιπροτείνουν τίποτα απολύτως.

Αυτή η παρακμή του πολιτικού, η οποία βέβαια δεν είναι οριστική, είναι προϊόν της απόλυτης εξουσίας των κινητικών κεφαλαίων. Εάν δεν αλλάξει αυτό, αν συνεχιστεί η αποδυνάμωση της ιδέας ότι υπάρχει ένα γενικό συμφέρον, το οποίο κάποιος το εκπροσωπεί, τότε η επικείμενη κατάρρευση των συμβολαιικών πολιτικών εκλογικεύσεων είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε εκρήξεις, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και παγκοσμίως. Η πλήρης ανομία του κεφαλαίου συνεπιφέρει την ανομία των αντιστεκόμενων θυμάτων του, του πλήθους.

Εξάρτηση ή απομονωτισμός: μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης

Επομένως, αν καταλαβαίνω καλά, λέτε ότι η συζήτηση δεν μπορεί να διεξαχθεί σε εθνικό επίπεδο. Συμπεραίνω λοιπόν ότι διαφωνείτε με τις απόψεις για έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, μονομερή στάση πληρωμών κ.λπ.

Δεν είμαι σε θέση να υπολογίσω ποιες θα ήταν οι πιθανές επιπτώσεις αν φύγουμε από το ευρώ ή αν κηρύξουμε, δολία ή μη, χρεοκοπία ως κράτος. Θα είναι όμως σίγουρα απροσμέτρητες. Θα δίσταζα λοιπόν πολύ να προσυπογράψω μια επιλογή που θα μπορούσε να αποβεί καταστροφική και για την κοινωνία, αλλά και για την εσωτερική πολιτική της εκπροσώπηση. Διότι εάν οδηγηθούμε λ.χ. στην πλήρη εξανέμιση των ιδιωτικών αποταμιεύσεων, την κατάρρευση του πιστωτικού συστήματος, την ανεξέλεγκτη έκρηξη της ανεργίας, πολιτικά θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε όχι μόνο σε επαναστατικές καταστάσεις, αλλά και σε ολοκληρωτισμούς της Δεξιάς. Με λίγα λόγια, είμαι δύσπιστος και εξαιρετικά επιφυλακτικός και δεν πιστεύω ότι μια αποχώρηση από το ευρώ θα οδηγούσε σε βελτίωση των προϋποθέσεων για άνοδο της Αριστεράς και την έξοδο από την κρίση.

Μια τέτοια προοπτική σημαίνει ουσιαστικά ότι κλείνουμε τα σύνορα, ότι δεν έχουμε στο άμεσο μέλλον τη δυνατότητα διεθνούς δανεισμού, ότι είμαστε υποχρεωμένοι να ξαναρχίσουμε να παράγουμε από την αρχή. Η αναδιάρθρωση της βιομηχανικής και αγροτικής παραγωγής δεν γίνεται εν μιά νυκτί, φυσικά — ειδικά σε έναν παραγωγικό ιστό διαλυμένο. Και με το ΔΝΤ, βέβαια, θα έχουμε διάλυση του κοινωνικού ιστού, μια κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου, βιαιότατες συγκρούσεις, αλλά έχουμε εντούτοις την ελπίδα να ανακατασκευάσουμε ένα παραγωγικό σύστημα στο ορατό μέλλον. Πώς θα γίνει αυτό; Θα γίνει βέβαια με το κεφάλαιο, με τους όρους του κεφαλαίου, αλλά δεν έχω πειστεί ότι η άλλη λύση, της απομόνωσης, εθνοκεντρικής προστασίας, χωρίς κανένα διεθνές στήριγμα θα μας οδηγούσε σε καλύτερες λύσεις. Η επιλογή ανάμεσα στη Σκύλλα μιας πορείας που παραμένει εξαρτημένη από το τι συμβαίνει αλλού και στη Χάρυβδη ενός απομονωτισμού άδηλης προοπτικής δεν είναι βέβαια εύκολη. Αλλά πιστεύω πως επί του παρόντος τουλάχιστον η πρώτη επιλογή είναι λιγότερο επικίνδυνη.

Οπότε η μάχη πρέπει να δοθεί στο πλαίσιο της Ευρώπης;

Οφείλω να ομολογήσω ότι κάποτε πίστευα στην Ευρώπη, πίστευα ότι είναι δυνατόν να διαμορφωθεί μια ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική και ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να μετέχει έτσι σε ένα ευρύτερο πείραμα κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, πίστευα ότι η συμμαχία των προοδευτικών δυνάμεων της Ευρώπης είχε τη δυνατότητα να κατακτήσει την πολιτική εξουσία και να οδηγήσει σε ευρύτερες ανακατατάξεις, σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτή ήταν η στάση των ευρωκομμουνιστών τη δεκαετία του 1970. Η μόνη περίοδος που άρχισε να συζητείται κάτι τέτοιο ήταν η εποχή Ντελόρ. Αποχωρήσαντος του Ντελόρ, ξεχάστηκαν όλα αυτά, και το γεγονός ότι η σοσιαλδημοκρατία παραδόθηκε χειροπόδαρα στο δόγμα της απορρυθμιστικής ανταγωνιστικής ανάπτυξης κατάφερε το οριστικό πλήγμα στο όνειρο της Ευρώπης.

Από ένα σημείο και πέρα, η Ευρώπη υπάρχει κυρίως, ή ίσως αποκλειστικά ως μηχανισμός συντήρησης μιας χρηματοπιστωτικής ισορροπίας και ορθοδοξίας. Με τις συνθήκες του Μάαστριχτ και της Λισαβόνας, ο κεϋνσιανισμός φαίνεται πλέον αδύνατος. Κι αυτό όχι επειδή αποδυναμώθηκε το όραμα ή οι οικονομικές μέθοδοι του Κέυνς, αλλά επειδή η κεϋνσιανή πολιτική προϋποθέτει αυτόνομο κράτος, το οποίο ουσιαστικά μπορεί να χαράσσει μια εθνική δημοσιονομική πολιτική. Από τη στιγμή που αυτά δεν συζητιούνται, αλλά έχουν γίνει αντικείμενα ενός οικουμενικά ισχύοντος δόγματος, ο «κεϋνσιανισμός σε μία μόνο χώρα», δεν συνιστά ρεαλιστική επιλογή.

Όλα αυτά εντάθηκαν ακόμα περισσότερο από τη στιγμή που απομακρύνθηκε το όραμα της συγκρότησης ενός κοινού ευρωπαϊκού γίγνεσθαι. Με τη διεύρυνση της ΕΕ με τα δέκα ακόμα κράτη, η ουσιαστική ετερογένεια των ευρωπαϊκών κοινωνιών, κατέστη μη διαχειρίσιμη, άρα ίσως και πολιτικά αδιάφορη. Η Ευρώπη αυτή τη στιγμή είναι ένα κέλυφος όπου αρχίζουν και αναδύονται τα επιμέρους συμφέροντα των εθνικών κρατών. Το μόνο που φοβάται τώρα η Ευρώπη είναι η κατάρρευση του ευρώ — αυτός είναι και ο λόγος που ετέθη θέμα προστασίας της ελληνικής οικονομίας. Με αυτή την έννοια, η Ευρώπη είναι ετερογενής, άβουλη, έωλη πολιτικά, δεν θέλει να θίξει ούτε τα εντός ούτε τα εκτός κείμενα. Το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι είναι πλέον αποτέλεσμα συμβιβασμών ανάμεσα στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες. Και οι συμβιβασμοί γίνονται πάντα εις βάρος των αδυνάτων.

Πώς θα μπορούσε να αλλάξει αυτή η κατάσταση;

Πρέπει να αλλάξει ολόκληρη η δομή της Ε.Ε., να αλλάξει ο ρόλος της Ευρώπης στο παγκόσμιο σύστημα, για να μπορέσουμε να ξανασκεφτούμε για το ενδεχόμενο μιας ευρωπαϊκής πολιτικής. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα πρέπει να φύγει από την Ευρώπη, κατά κανέναν τρόπο. Δεν έχουμε ούτε τη δύναμη ούτε την οικονομική ευρωστία ούτε τη θεσμική επάρκεια και αυτοπεποίθηση για να μπορέσουμε να διακινδυνεύσουμε τις συνέπειες μιας διεθνούς απομόνωσης.

Από την άλλη, δεν βλέπω πώς η σημερινή Ευρώπη μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση των παγκόσμιων διαδικασιών. Αντίθετα –και δεν μιλάω στο επίπεδο της γεωστρατηγικής, μιλάω για το επίπεδο στο οποίο τίθενται τα θέματα της σχέσης οικονομίας και πολιτικής–, όπως είπα, ο Ομπάμα και η Κίνα αρχίζουν να αναζητούν τρόπους περιορισμού της ασυδοσίας των νομαδικών κεφαλαίων.

Και έχει σημασία ότι ήδη, με αφετηρία την ελληνική κρίση, άρχισε να τίθεται το ερώτημα «και ποιος τους ελέγχει όλους αυτούς, μήπως πρέπει να κάνουμε κάτι;». Βρισκόμαστε ίσως στο κατώφλι μιας επανόδου κάποιου νέου κρατισμού ή κάποιων νέων κρατισμών. Στο σημείο τουλάχιστον αυτό, οι σοσιαλιστικές δυνάμεις θα μπορούσαν να ανακάμψουν.

Η πολιτική ηθικολογία είναι συνώνυμο της κενολογίας

Θα ήθελα, κλείνοντας, ένα σχόλιό σας για τα καθ’ ημάς, για την πολιτική κατάσταση.

Προς το παρόν, παρά την απαξίωση του πολιτικού συστήματος, δεν βλέπω προοπτικές για ένα άλλο πολιτικό σύστημα. Είναι ίσως ενδεχόμενο βρεθούμε μπροστά σε ανακατατάξεις. Αυτό όμως δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι θα προκύψουν και βαθύτερες αλλαγές, παρόλο που το πολιτικό σύστημα απαξιώνεται όλο και περισσότερο. Η διαφθορά όμως είναι ενδημική και ευεξήγητη. Δεν βλέπω πώς σε ένα σύστημα περιφερειακού καπιταλισμού, που βασίζεται στο ατομικό βόλεμα, οι πολιτικοί εν σώματι θα ήταν δυνατόν να παραμείνουν αδιάφθοροι.

Ας μη δούμε το ζήτημα ηθικά και ηθικολογικά, ας το δούμε κοινωνικά. Δεν μπορεί να περιοριζόμαστε στην κατακεραύνωση των απανταχού ασυνειδήτων. Αν λ.χ. οι υδραυλικοί στην Ελλάδα φοροδιαφεύγουν, αυτό δεν συμβαίνει επειδή είναι ασυνείδητοι αλλά επειδή είναι αυτοαπασχοούμενοι. Στην Αμερική δεν φοροδιαφεύγουν, όχι όμως επειδή έχουν «καλύτερη φορολογική συνείδηση» και διάφορα τέτοια, αλλά επειδή εννιά στους δέκα είναι μισθωτοί σε μια εταιρεία και, επομένως, απλούστατα δεν μπορούν.

Υπάρχουν διάφοροι κοινοί τόποι ηθικολογικού περιεχομένου, οι οποίοι κυριαρχούν όλο και περισσότερο στον πολιτικό λόγο, και με βρίσκουν εντελώς αντίθετο. Για παράδειγμα, ότι «φταίμε όλοι», που οδηγεί σε μια ηθικολογική συνενοχή. Επίσης, «να σηκώσουμε τα μανίκια, να ανασκουμπωθούμε και να εργαστούμε!». Ποιοι; Οι άνεργοι; Οι συνταξιούχοι; Οι περιθωριοποιημένοι και «μη απασχολήσιμοι»; Οι αγρότες που βγάζουν γάλα και το χύνουν, επειδή δεν έχουν τι να το κάνουν; Ακόμα, ότι «οι Έλληνες είναι τεμπέληδες, απατεώνες, φοροκλέφτες». Αυτά δεν είναι απλώς χυδαία, είναι υποβολιμαία, από δύο απόψεις. Αφενός, αποσπούν την προσοχή από τις πραγματικές πολιτικές ευθύνες που υπάρχουν. Αφετέρου, ως συνυπεύθυνοι πρέπει να υποστούμε συλλογικά τις ευθύνες και να πληρώσουμε τον λογαριασμό. Αυτό είναι μια πρόσκληση για συναποδοχή οποιονδήποτε μέτρων, κάτι που θεωρώ και πολιτικά διαβλητό και ηθικά απαράδεκτο. Φοροδιαφεύγουν όλοι, και βάζουμε τη φοροδιαφυγή του Βουλγαράκη στον ίδιο τορβά με τη φοροδιαφυγή του υδραυλικού. Δεν είναι δυνατόν!

Ενοχοποιήστε όσο το δυνατόν περισσότερους, όσο ψηλά και αν βρίσκονται –μια φράση γελοία– και βρείτε ηθική ανακούφιση για τα δεινά που έρχονται στο γεγονός ότι μπήκατε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και βγήκατε καθαροί. Ουδέποτε στο παρελθόν ο πολιτικός λόγος ήταν τόσο ηθικολογικός, και η πολιτική ηθικολογία είναι συνώνυμο της πολιτικής κενολογίας. Και με αυτή την έννοια, ακόμα και ως συμβολικά αναγκαίο, το αίτημα της ηθικής κάθαρσης είναι πολιτικά ανεπαρκές. Πράγματι η ακατάσχετη πολιτική ηθικολογία οδηγεί συχνά σε ανοσία. Σαν τον Μιθριδάτη, το πολιτικό σύστημα έχει πια συνηθίσει στα δηλητήρια που του ποτίζει η όζουσα συγκυρία. Και γι’ αυτό έχει επίσης κάθε λόγο να πιστεύει ότι μπορεί να επιβιώσει σε πείσμα όλων των καιρών. Με αυτή την έννοια λοιπόν, το «όλοι είναι ίδιοι» όχι μόνο δεν ενοχλεί κανέναν, αλλά λειτουργεί ίσως και ως συλλογικό αλεξικέραυνο. Ο αυτονόητος αντίλογος «όλοι δεν είναι και δεν μπορεί να είναι ίδιοι» δεν κάνει τίποτε άλλο από το να συμβάλλει στη διάχυτη ηθικολογία του πολιτικού λόγου. Η ατελέσφορη κάθαρση προσφέρεται αντί και στη θέση της αδύνατης πολιτικής.

* Τη συνέντευξη πήρε ο Στρατής Μπουρνάζος

Πηγή: http://enthemata.wordpress.com/2010/06/20/tsoukalas/#more-876

22/6/10

New York Times: Παραχωρείστε επικράτεια!


Άρθρο New York Times: Να παραχωρήσει η Ελλάδα μέρος της επικράτειάς της για να ξεπληρώσει τα χρέη


 Να παραχωρήσει η Ελλάδα κυριαρχικά δικαιώματά συγκεκριμένων περιοχών της επικράτειάς της, με τη μορφή δανεισμού, ώστε να αποπληρώσει τα χρέη της, προτείνει με άρθρο του στην εφημερίδα International Herald Tribune (διεθνή έκδοση των New York Times), ο Μάικλ Στράους, καθηγητής γεωπολιτικής στο Κέντρο Διπλωματικών και Στρατηγικών Σπουδών του Παρισιού.


Σύμφωνα με τον Στράους, ο δανεισμός περιοχών είναι «μέθοδος που χρησιμοποιούν συχνά τα κράτη» για να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Πρόκειται, όπως μας πληροφορεί, για αμοιβαία επωφελή συμφωνία, αφού «ο ένας από τους συμβαλλόμενους αποκομίζει πολύτιμα κεφάλαια, ενώ ο άλλος αποκτά πρόσβαση σε κρίσιμο ζωτικό χώρο». Αναφέρει, μεταξύ άλλων, το παράδειγμα της Ουκρανικής ναυτικής βάσης της Σεβαστούπολης, η οποία έχει μισθώνεται στο Ρωσικό Στόλο της Μαύρης Θάλασσας, με αντάλλαγμα το ποσό των τριάντα δισεκατομμυρίων ευρώ. Ανάλογες περιπτώσεις είναι και η Αμερικανική βάση του Γκουαντάναμο στην Κούβα, η Διώρυγα του Παναμά και το Χονγκ Κονγκ. «Υπάρχουν πολλές χώρες που θα έβλεπαν θετικά την ενοικίαση περιοχών στην Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ισπανία και άλλα κράτη της Ευρώπης που αντιμετωπίζουν πρόβλημα», σημειώνει ο Στράους, στο άρθρο του με τίτλο «Ένας τρόπος για να σωθεί η Ελλάδα».

Τουλάχιστον, η «λαμπρή» αυτή ιδέα του κυρίου αυτού δεν περιλαμβάνει και την πώληση ελληνικής επικράτειας, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά απλώς επειδή «αυτό δεν συνηθίζεται τα τελευταία 150 χρόνια». Τέλος, ο φοβερός κ. Στράους θεωρεί επιτυχημένη την τακτική του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου που επιβλήθηκε στη χώρα μας το 1897, όταν οι ξένοι δανειστές της συνέλεγαν απευθείας τους δασμούς και τους φόρους από το λιμάνι του Πειραιά και τα κρατικά μονοπώλια, ώστε να συλλέξουν τα τοκοχρεολύσια που τους χρωστούσε η Ελλάδα.
Τα συμπεράσματα δικά σας…

Πηγή: reporter.gr

 

Παράδοση της χώρας στην τρόικα

Απόλυτη η εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων
Του Χρήστου Καπάταη


Διαβάζοντας την περιβόητη δανειακή σύμβαση, το περίφημο μνημόνιο, μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης του ΔΝΤ και της Ε.Ε., το πρώτο που έχεις να αντιμετωπίσεις είναι μια τεράστια συναισθηματική κατάρρευση, ένα αίσθημα θυμού και αγανάκτησης.
Σε πάρα πολλά σημεία του μνημονίου χρησιμοποιείται η φράση «Το Κοινοβούλιο θα υιοθετήσει…». Η αναφορά είναι για τη Βουλή των Ελλήνων. Πουθενά δεν βλέπεις την υπογραφή της γερμανικής κυβέρνησης.
Ενώ υπογράφουν όλες οι χώρες του ευρώ, για λογαριασμό της γερμανικής κυβέρνησης υπογράφει η γερμανική τράπεζα KfW.

21/6/10

Η μαύρη τρύπα της πολιτικής σκηνής

Η λαϊκή οργή όχι μόνο δεν καταλάγιασε αλλά φουντώνει όλο και περισσότερο και, μάλιστα, συντελούνται διεργασίες που θα προκαλέσουν μεγάλες εκπλήξεις σε όσους δεν έχουν αντιληφθεί τι ακριβώς συμβαίνει τους τελευταίους μήνες στη χώρα μας. Δεν έπεσε από τον ουρανό η διάθεση χιλιάδων ανθρώπων να μπούνε στη Βουλή, πριν από ένα μήνα, και δεν είναι καλύτερα τα συναισθήματά τους σήμερα, που συνεχίζεται ο καταιγισμός μέτρων και γίνεται πιο αποκαλυπτικό τι υπέγραψε η κυβέρνηση και τι ψήφισαν οι 172 της Βουλής.

Το πιο εντυπωσιακό είναι πως έρχονται έρευνες να επιβεβαιώσουν το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στους πολίτες και στο πολιτικό σύστημα. Τα στοιχεία επιβεβαιώνουν πως, πλάι στην οικονομική

Ελληνικός εφιάλτης θερινής νυκτός

Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου

Το προεδρικό διάταγμα - εξπρές για το εργασιακό συνιστά πλήρη ανατροπή των δεδομένων πάνω στα οποία βάσιζαν μέχρι χθες τη ζωή τους οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα. Με συνοπτικές διαδικασίες, η κυβέρνηση επιχειρεί να φέρει το καθεστώς εργασίας και κοινωνικής ασφάλισης στην προ Μεταξά εποχή, για να επιβεβαιώσει ότι το δίλημμα «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», που είχε θέσει προεκλογικά ο Γ. Παπανδρέου, δεν τίθεται κατ' ανάγκην με διαζευτικούς όρους.

Το σχέδιο που συνέταξε, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενος, ο κ. Λοβέρδος, διαμορφώνει καθεστώς ενθάρρυνσης των απολύσεων και της εργασιακής επισφάλειας. Αυτό επιτυγχάνεται με τη σημαντική αύξηση του ορίου των απολύσεων και κυρίως με τη δραματική μείωση των αποζημιώσεων - θεωρητικά στο μισό, στην πράξη, όμως, ακόμη περισσότερο, καθώς προβλέπεται η καταβολή της αποζημίωσης σε δόσεις, κατά το «ζήσε μαύρε μου, να φας τον Μάη τριφύλλι».

Παράλληλα, η κυβέρνηση καθιερώνει την υποαμοιβή της νεολαίας μέσω των γλίσχρων μισθών των 595 ευρώ, ενθαρρύνοντας μαζικές απολύσεις «ακριβών», ηλικιωμένων εργαζομένων. Η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας θα έχει βαρύτατες συνέπειες στο ασφαλιστικό. Η κατάσταση ήταν ούτως ή άλλως τραγικά δύσκολη, με την απόφαση της κυβέρνησης να ανεβάσει σε 40 τα χρόνια δουλειάς με 300 ένσημα τον χρόνο για πλήρη σύνταξη, καθώς ο μέσος όρος ενσήμων στο ΙΚΑ είναι σήμερα 220, κάτι που σημαίνει ότι στην πράξη θα απαιτούνται... 54,5 χρόνια δουλειάς! Με την περαιτέρω «ελαστικοποίηση», εκβιάζεται η στροφή προς τις ιδιωτικές ασφαλίσεις, αφού ο εργαζόμενος δεν θα έχει λόγο να υφίσταται κρατήσεις για μια σύνταξη που δεν θα πάρει ποτέ.

Το ειδικό καθεστώς των νέων εργαζομένων και η ουσιαστική κατάργηση της διαιτησίας οδηγούν στον τορπιλισμό των συλλογικών συμβάσεων και ανοίγουν τον δρόμο για ατομικές συμβάσεις. Η κυβέρνηση του προέδρου της Σοσιαλιστικής Διεθνούς έρχεται να αποδυναμώσει τα συνδικάτα με πολύ δραστικότερο τρόπο από εκείνον που επέλεξαν ο Ρόναλντ Ρέιγκαν, ύστερα από την απεργία των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας, και η Μάργκαρετ Θάτσερ, ύστερα από την ήττα των Βρετανών ανθρακωρύχων.

Εάν αυτό το εργασιακό καθεστώς επιβληθεί, θα πρόκειται για ποιοτική ανατροπή και όχι απλώς για κοινωνικά άδικη ανακατανομή εισοδήματος. Επί έναν αιώνα, οι εργαζόμενοι είχαν καταφέρει να εξισορροπήσουν, εν τινι μέτρω, την ασυμμετρία ισχύος με τους ιδιοκτήτες μέσω της συνδικαλιστικής (και πολιτικής) οργάνωσής τους. Το σχέδιο Παπανδρέου-Λοβέρδου θα οδηγήσει, εάν υλοποιηθεί, στην παλινδρόμηση της εργατικής τάξης στην κατάσταση της πληβειακής μάζας, στην ατομική διαπραγμάτευση με έπαθλο την απλή επιβίωση κατά τον αφορισμό του Μπέρτολτ Μπρεχτ στην Οπερα της Πεντάρας: «Ο καθένας για τον εαυτό του και τον τελευταίο ας τον πάρει ο διάβολος»!

Ο τρόπος επιβολής της νέας τάξης πραγμάτων ρίχνει βαριές σκιές στην Ελληνική Δημοκρατία. Τι σχέση έχει η απελευθέρωση των απολύσεων στον ιδιωτικό τομέα με την καταπολέμηση του ελλείμματος και του χρέους του Δημοσίου; Είναι δυνατόν να εκθεμελιώνονται εν μια νυκτί θεμελιώδη δικαιώματα που αφορούν τη δουλειά, την υγεία και τα γερατειά των ανθρώπων του σωματικού και πνευματικού μόχθου με απλή υπουργική απόφαση, χωρίς καν να αναλάβουν την ευθύνη, ένας ένας και ονομαστικά, οι εκλεγμένοι βουλευτές; Είναι δυνατόν η κυβέρνηση, επειδή φοβάται την ψήφο των βουλευτών της, να οχυρώνεται πίσω από την έγκριση του διαβόητου «μνημονίου» που επέβαλαν Ε.Ε. και ΔΝΤ - ένα μνημόνιο το οποίο, μάλιστα, κατατέθηκε, στην αρχική μορφή του, στο ελληνικό Κοινοβούλιο στην... αγγλική γλώσσα;

Πιστεύει άραγε η κυβέρνηση ότι θα επιβάλει μια τόσο δραματική και τόσο απότομη ανατροπή των εργασιακών δεδομένων αβρόχοις ποσί; Της είναι αρκετή η στήριξη από τη νεοφιλελεύθερη μερίδα της Δεξιάς και το εσχάτως «υπεύθυνο» ΛΑΟΣ; Την ενθαρρύνει η αδυναμία των αριστερών ηγεσιών να υπερβούν τις εμφύλιες διαμάχες και να εμπνεύσουν στα λαϊκά στρώματα εμπιστοσύνη σε μια ριζοσπαστική εναλλακτική λύση; Ισως. Όλα αυτά, όμως, δεν σημαίνουν ότι η επαπειλούμενη κοινωνική έκρηξη θα αποφευχθεί. Το πιθανότερο είναι ότι, όταν εκδηλωθεί, θα πάρει περισσότερο «άγριες», ατυπικές μορφές, καθώς θα έχουν εκλείψει όλες οι ελπίδες δικαίωσης μέσα από τους θεσμούς της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Το μήνυμα της κλασικής, ελληνικής τραγωδίας διατηρεί τη διαχρονική του αξία: το τίμημα της αλαζονείας είναι η αυτοκαταστροφή.

Πηγή: http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_19/06/2010_1291968

19/6/10

Mark Weisbrot : «Βγείτε απ' το ευρώ ...»









Υπήρξε υπέρμαχος της πολιτικής του ΔΝΤ - ώσπου το γνώρισε καλύτερα, από πρώτο χέρι, όταν βρέθηκε, παρακολουθώντας τις μεθόδους του, σε χώρες όπου αυτό κλήθηκε να τις «σώσει». Ο αμερικανός οικονομολόγος Μαρκ Γουάισμπροτ μιλάει τη γλώσσα των αριθμών - και λέει πως (και) στην περίπτωση της Ελλάδας αυτοί δεν βγαίνουν. Η χώρα, αργά ή γρήγορα, θα χρεοκοπήσει με «χορηγό» το ΔΝΤ. Υπάρχει ακόμα σωτηρία; Στη γλώσσα του Γουάισμπροτ λέγεται «μηδενικό επιτόκιο δανεισμού», «αναδιαπραγμάτευση» ή «άρνηση του χρέους», ακόμα και «έξοδος από το ευρώ». Στη δική μας, «ανυπακοή» και «ξεσηκωμός». 

Ενώ η Ελλάδα βρίσκεται σε τεράστια κρίση, πρέπει να διαχειριστεί και και μία πληροφοριακή... υπερχρέωση. Και εκτός από τις δημόσια διατυπωμένες απόψεις, υπάρχει μια μεγάλη ροή άτυπης πληροφόρησης, που (αν και συχνά είναι σωστή) πολλές φορές είναι από άχρηστη έως ύποπτη. Ενα από τα e-mails που κυκλοφόρησαν τελευταία από υπολογιστή σε υπολογιστή περιέχει μια εξτρεμιστική δήθεν συνέντευξη του δρα Μαρκ Γουάισμπροτ, γνωστού αμερικανού οικονομολόγου, όπου υποτίθεται ότι δίνει συμβουλές για παραλυτικές γενικές απεργίες στην Ελλάδα, προσαγωγή ακόμη και με τη χρήση βίας των φοροφυγάδων και των δύο πρώην κυβερνήσεων σε δίκη, με δεδομένη την ισόβια φυλάκιση, και άλλα τέτοια.


Ο δρ Γουάισμπροτ έχει μελετήσει τις οικονομικές κρίσεις κρατών την τελευταία 20ετία σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της Γης, από την Ασία ώς τη Λατ. Αμερική· πολλές φορές βρέθηκε επί τόπου, ερεύνησε αλλά και διαφώνησε με τις λύσεις που επέβαλε το ΔΝΤ. Συνεχίζει να διαφωνεί και στη δική μας περίπτωση· όμως, οι απόψεις του δεν είναι τόσο εξτρίμ όσο το κατασκευασμένο e-mail.
Επειδή το πώς θα αντιμετωπίσουμε την κρίση ως λαός είναι πολύ σημαντικό για να το αφήσουμε σε αλυσιδωτά ψέματα, από όπου κι αν προέρχονται, αναζητήσαμε τον δρα Γουάισμπροτ. Διέψευσε κατηγορηματικά όσα του χρεώνονται μέσω του διαδικτύου, μα είχε πολλά άλλα ενδιαφέροντα να πει.

Είπατε πράγματα, όπως το «να καθίσουν στο εδώλιο οι δύο προηγούμενες κυβερνήσεις της Ελλάδας με τελικό σκοπό την ισόβια φυλάκισή τους;
«Οχι. Ποτέ. Ούτε έχω δώσει άλλη συνέντευξη για το θέμα της Ελλάδας».

Εχετε βρεθεί στην Αργεντινή και σε άλλες χώρες στην περίοδο της κρίσης τους. Αυτές οι εμπειρίες σάς άλλαξαν τις ιδέες σας για την πολιτική και την οικονομία; Είστε εναντίον του ΔΝΤ;
«Η Αργεντινή άλλαξε τις απόψεις μου, γιατί απέδειξε πως μια χώρα με μεσαίο κατά κεφαλήν εισόδημα, χωρίς καμία εξωτερική βοήθεια, βυθισμένη στη χειρότερη οικονομική και δημοσιονομική κρίση, μπορεί να αρνηθεί τους όρους του ΔΝΤ και να κάνει πολύ καλά. Μετά την άρνηση του χρέους της και την εγκατάλειψη της "καρφωμένης" ισοτιμίας με το δολάριο, η οικονομία συρρικνώθηκε προσωρινά. Μετά άρχισε η μεγάλη ανάπτυξη. Δεν είμαι εναντίον του ΔΝΤ. Είμαι απλώς εναντίον κάθε κακής οικονομικής πολιτικής». 

Μπορείτε να μας δώσετε μερικά παραδείγματα από τα αποτελέσματα της ανάμειξης του ΔΝΤ στην Αργεντινή και σε άλλες χώρες;
«Οι επεμβάσεις του ΔΝΤ στην Αργεντινή, στην ασιατική κρίση στα τέλη του '90, στη Ρωσία στις αρχές του '90 και αλλού ήταν όλες καταστροφικές. Για παράδειγμα, στην Ινδονησία η εξαιρετικά σφιχτή δημοσιονομική πολιτική σταμάτησε τις επιδοτήσεις σε τρόφιμα και ενέργεια, πράγμα που προκάλεσε εκτεταμένες ταραχές και τελικά αποσύρθηκε. Στην ίδια χώρα το ΔΝΤ επέβαλε το κλείσιμο 16 τραπεζών, πιστεύοντας ότι αυτό θα αποκαθιστούσε την εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα. Στην πραγματικότητα, δημιούργησε πανικό αναλήψεων στους καταθέτες των υπόλοιπων τραπεζών, αποσταθεροποιώντας ακόμα περισσότερο το οικονομικό σύστημα». 

Υπάρχει κάποια σκηνή που δεν θα ξεχάσετε από την Αργεντινή;
«Στη χώρα η οποία -πριν από την κατάρρευση που έγινε με χορηγό το ΔΝΤ τη δεκαετία του '90- είχε ένα από τα υψηλότερα επίπεδα διαβίωσης στη Λατινική Αμερική, επισκέφθηκα τη γειτονιά Ματάνζας στα προάστια του Μπουένος Αϊρες. Ενας γιατρός μού έδειξε νερό σε τάφρους αποχέτευσης και μου είπε ότι πολλά παιδιά γεμίζουν παράσιτα απ' αυτό το νερό...» 

Δεν χρειάζεται ο κόσμος ένα διεθνές όργανο για να απαλύνει τις αντιθέσεις του οικονομικού συστήματος;
«Αυτό είναι ένα διαφορετικό ζήτημα. Από τότε που έγινε η κατάρρευση του Bretton Woods (σ.σ.: νομισματική συμφωνία του 1944 που δημιούργησε το ΔΝΤ, αλλά ακυρώθηκε στην πράξη το 1971 με τη μονομερή κατάργηση από τις ΗΠΑ του κανόνα του χρυσού), το ΔΝΤ δεν έχει πραγματικά παίξει το ρόλο που παίζουν οι κεντρικές τράπεζες σε εθνικό επίπεδο, δηλαδή του δανειστή τελευταίου καταφυγίου. Θα ήταν καλό να έχουμε έναν τέτοιο οργανισμό, αλλά θα έπρεπε μάλλον να είναι μερικοί περιφερειακοί οργανισμοί, επειδή το επίπεδο διεθνούς συνεργασίας για μια παγκόσμια κεντρική τράπεζα δεν υπάρχει ακόμη. Για τις χώρες χαμηλού και μεσαίου κατά κεφαλήν εισοδήματος το κύριο πρόβλημα είναι ότι το ΔΝΤ ελέγχεται από το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, με μια μικρή συμμετοχή της Ευρώπης, και έτσι συχνά δρα εναντίον των συμφερόντων των δανειζόμενων χωρών». 

Γιατί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν έπαιξε αυτόν το ρόλο στην περίπτωση της Ελλάδας;  
«Διότι είναι πολύ συντηρητική. Λίγο δεξιότερη από την αμερικανική Federar Reserve (σ.σ.: κεντρική τράπεζα) του Μπερνάνκε ή του Γκρίνσπαν. Ετσι, ανησυχούν πε- ρισσότερο για τον πληθωρισμό - που το ΔΝΤ προβλέπει στο 1,1% για το 2010 στην Ευρώπη (σ.σ.: δηλαδή, είναι χαμηλός), αντί για τις χώρες που πέφτουν σε ύφεση. Αυτό δεν έχει λογική από οικονομική σκοπιά». 

Πιστεύετε ότι τα μέτρα που αποφασίστηκαν για την Ελλάδα θα λύσουν το πρόβλημα;
«Θα έλεγα όχι. Προσέξτε ότι ο υπουργός Οικονομικών επαναπροσδιόρισε προς τα κάτω τις προβλέψεις για την πορεία του ελληνικού ΑΕΠ: από -2% σε -4% για το 2010. Μπορεί να χαμηλώσουν ξανά σύντομα, όταν οι πολιτικές υλοποιηθούν. Στη Λετονία το ΔΝΤ προέβλεψε ανάπτυξη -5% για το 2009 και κατέληξε σε -18%! Επίσης, προβλέπεται ένα χρέος ίσο με το 149% του ΑΕΠ το 2013 μ' αυτά τα μέτρα. Εκτός εάν το μεγαλύτερο μέρος του χρέους μεταφερθεί σε εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια, κάτι για το οποίο κανείς δεν μιλάει, αυτό δεν είναι ανεκτό και απλώς μεταθέτει την αναπόφευκτη αναδιάρθρωση του χρέους στο μέλλον. Το βάρος του χρέους γίνεται μεγαλύτερο καθώς η οικονομία συρρικνώνεται». 

Υπάρχει κάποια άλλη επιλογή που μπορεί να γίνει τώρα;
«Υπάρχουν πολλές επιλογές, αλλά όλες συνεπάγονται σκληρότερη γραμμή απέναντι στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΔΝΤ και την ΕΚΤ και άρνηση αποδοχής των προταθέντων όρων. Εάν θέλουν να δανείσουν με επιτόκιο κοντά στο μηδέν και να καταργήσουν τους προκυκλικούς όρους (σ.σ.: π.χ., αύξηση φόρων, μείωση δημόσιων επενδύσεων, μείωση μισθών κ.λπ.), τότε μια ανεκτή συμφωνία είναι πιθανή. Αλλες επιλογές περιέχουν αναγκαστική αναδιάρθρωση του χρέους ή αποχώρηση από το ευρώ. Ή και τα δύο μαζί. Αυτά επίσης θα σήμαιναν κόστος για την ελληνική οικονομία, αλλά θα ήταν μικρότερο και θα είχε μικρότερη διάρκεια από αυτήν τη χωρίς ορατό τέλος ύφεση, στην οποία με τις σημερινές συμφωνίες έχει δεσμευτεί η κυβέρνηση». 

Να βγούμε από το ευρώ είναι ένα θέμα που δεν συζητούν τα μεγάλα ελληνικά κόμματα. Αν πρέπει τελικά να το κάνουμε, ποιες θα είναι οι επιπτώσεις στον ελληνικό λαό;
«Η Αργεντινή εγκατέλειψε τη σύνδεση του νομίσματός της με το δολάριο και αθέτησε το εξωτερικό δημόσιο χρέος τον Δεκέμβριο 2001-Ιανουάριο 2002. Η οικονομία συρρικνώθηκε μόνο κατά 25%. Επειτα άρχισε μια ρωμαλέα οικονομική ανάπτυξη κατά 63% στα επόμενα έξι χρόνια. Αν ήμουν στο ελληνικό υπουργείο Οικονομικών θα μιλούσα με τους ανθρώπους της Αργεντινής που οργάνωσαν τη μετάβαση. Δεν είχαν προσχεδιάσει την υποτίμηση ή την αθέτηση του χρέους· έτσι, ήταν πολύ περισσότερο χαοτικό απ' όσο αναμενόταν. Η Ελλάδα θα μπορούσε σχεδόν σίγουρα να τα καταφέρει καλύτερα. Οι Αργεντινοί τα κατάφεραν εξαιρετικά και χωρίς καμία βοήθεια από το εξωτερικό. Στην πραγματικότητα είχαν αρνητική βοήθεια, καθώς το ΔΝΤ και οι σύμμαχοι οργανισμοί του πήραν από τη χώρα το 2002 ένα καθαρό 4% του ΑΕΠ, την ίδια ώρα που αυτή αγωνιζόταν να συνέλθει και να ανασυγκροτήσει το κατεστραμμένο τραπεζικό της σύστημα. Το ΔΝΤ και η Ε.Ε. υπόσχονται χρόνια ύφεσης αν τα προγράμματά τους δουλέψουν καλά». 

Πιστεύετε ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να είχε αποφύγει το ΔΝΤ; Τα επιτόκια δανεισμού της βρέθηκαν πολύ υψηλά - δεν είχε νόημα να δανείζεται από την αγορά πλέον.
«Ο τρόπος που είχε η Ελλάδα να αποφύγει το ΔΝΤ -και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που είναι το ίδιο πράγμα σ' αυτήν την περίσταση, επειδή η Επιτροπή συναποφασίζει με το ΔΝΤ- θα ήταν η αναδιάρθρωση του χρέους της. Και η έξοδος από το ευρώ, αν χρειαζόταν. Ισως είναι καλύτερα να βγει από το ευρώ σε κάθε περίπτωση, εάν η εναλλακτική κατάσταση είναι μια αόριστη περίοδος οικονομικής στενότητας και στασιμότητας, όπως φαίνεται να είναι τώρα».

Ηταν το χρέος η αιτία της κρίσης ή διαβλέπετε κάτι άλλο;
«Οχι, το χρέος είναι δευτερεύον αίτιο. Το χρέος θα ήταν διαχειρίσιμο αν δεν υπήρχε η παγκόσμια οικονομική κρίση και η ύφεση του 2008 -2009. Αν η Ελλάδα είχε μια κανονική ανάπτυξη, το χρέος δεν θα ήταν πρόβλημα». 

Υπάρχουν αναλυτές που προσπαθούν να μας πείσουν ότι το ΔΝΤ σήμερα δεν είναι σαν εκείνο της κρίσης στην Αργεντινή. Τώρα είναι ένας σοσιαλιστής, ο Ντομινίκ Στρος-Καν, στην προεδρία...
«Το ΔΝΤ είχε κάποιες μικρές ουσιώδεις αλλαγές με τον Στρος-Καν, αλλά οι περισσότερες αφορούσαν τη διεύρυνση του διαλόγου, παρά αλλαγές πολιτικής. Το σημείο-κλειδί για την Ελλάδα είναι ότι συνεχίζουν να υποστηρίζουν πολιτικές που θα μεγαλώσουν την ύφεση στην Ελλάδα, με τη θεωρία ότι τα πράγματα θα πάνε τελικά καλύτερα. Καμία χώρα δεν πρέπει να δέχεται τέτοιους όρους». 

Πολλοί στην Ελλάδα αναρωτιούνται αν ήταν μια σειρά λανθασμένων επιλογών των κυβερνήσεών μας ή ήταν προσχεδιασμένο από κάποιους κύκλους αυτό που μας έφερε σ' αυτό το χάλι.  
«Υπήρχαν κακές επιλογές, αλλά κυρίως ήταν εξωτερικά γεγονότα όχι προσχεδιασμένα». 

Λένε ότι δεν είμαστε αρκετά ανταγωνιστικοί... Και κόβουν μισθούς και συντάξεις. Είναι ο μόνος τρόπος ή υπάρχει εναλλακτικός;
«Αυτά τα μέτρα μοιάζουν με τη μεσαιωνική ιατρική πρακτική της αφαίμαξης. Θα μπορούσαν η ΕΚΤ και η Επιτροπή να ακολουθήσουν επεκτατική λύση, π.χ. δίνοντας στην Ελλάδα τα δάνεια που χρειάζεται χωρίς δημοσιονομική σύσφιγξη, ώσπου να τελειώσει η ύφεση. Αυτό θα ήταν το λογικό, αλλά είναι εντελώς απίθανο να το κάνουν. Θα μπορούσαν να δανείσουν χρήματα με μηδενικό επιτόκιο - πράγμα που δεν είναι δώρο, γιατί αυξάνει την πιθανότητα αποπληρωμής. Στην πραγματικότητα, η ιδέα να δανείσουν την Ελλάδα με επιτόκιο έως 5% είναι παράλογη. Αυτό εγγυάται εν πολλοίς μια αθέτηση σε μελλοντικό χρόνο. Θα μπορούσαν να επιτρέψουν στην Ελλάδα να χρησιμοποιήσει αυτό το χρήμα, και ακόμα περισσότερο χρήμα από την ΕΚΤ, ώστε να διεγείρει την οικονομία της και να αναπτύξει μια διέξοδο στο πρόβλημα του χρέους, αντί να προσπαθούν να συρρικνώσουν τη διέξοδό της. 
Ο μετασχηματισμός ή η αναδιάταξη του χρέους είναι μια άλλη πιθανότητα. Αν το χρέος μετατραπεί σε μακράς διάρκειας με χαμηλά επιτόκια και χωρίς πολλές άμεσες πληρωμές, η Ελλάδα θα μπορούσε να βρει διέξοδο. Αλλά αυτό πρέπει να γίνει χωρίς προκυκλικούς όρους. Φυσικά, αν η Ελλάδα βγει από το ευρώ, θα μπορεί να διαχειρίζεται το νόμισμά της για να το διατηρήσει σε ένα ανταγωνιστικό επίπεδο. Διότι το πρώτο πρόβλημα με το ευρώ είναι ότι είναι υπερτιμημένο νόμισμα για τη χώρα σας. Βγαίνοντας από το ευρώ μπορείτε να ακολουθήσετε επεκτατική νομισματική και δημοσιονομική πολιτική, όπως έχουν κάνει ως απάντηση στην ύφεση οι περισσότερες χώρες του κόσμου». 

Υπάρχει μια τεράστια ποσότητα ελληνικού χρήματος σε φορολογικούς παραδείσους και οφ σορ εταιρείες που αυξήθηκε τώρα με την κρίση. Πιστεύετε ότι υπάρχει τρόπος να κλείσει αυτή η διεθνής μαύρη τρύπα;
«Ναι, μπορεί να γίνει, τουλάχιστον εν μέρει, εάν υπάρχει θέληση από το υπουργείο Οικονομίας και τις ρυθμιστικές αρχές των τραπεζών». 

Ο ελληνικός λαός τι πρέπει να κάνει; Να αποδεχθεί τα μέτρα που μας επέβαλαν η Επιτροπή και το ΔΝΤ ή... τι;
«Νομίζω ότι πρέπει να αρνηθεί τους όρους που κάνουν την οικονομία χειρότερη στο άμεσο μέλλον. Οι δεκάδες χιλιάδες που διαδηλώνουν στους δρόμους έχουν δίκιο και οι οικονομολόγοι της Ε.Ε. άδικο. Δεν μπορείς να κλείνεις το δρόμο της εξόδου από την ύφεση· πρέπει να τον ανοίξεις, όπως κάνουν οι ΗΠΑ».

Ποιο είναι το χειρότερο σενάριο από εδώ και πέρα;
«Προβλέπουν ήδη ύφεση για φέτος, αλλά -αν η Ελλάδα ακολουθήσει τα μέτρα- θα είναι ακόμα χειρότερη από τις προβλέψεις. Αυτό θα συνεχιστεί για χρόνια, με μια πολύ αργή ανάκαμψη που θα επιφέρει υψηλή ανεργία για περισσότερα χρόνια, ακόμα και έπειτα από την επιστροφή της οικονομίας σε ανοδική κατάσταση. Η χώρα θα εξαρτάται αποκλειστικά από την εξωτερική ζήτηση για να σωθεί».

Πώς βλέπετε το ρόλο της Γερμανίας σ' αυτήν την υπόθεση;
«Είναι πολύ σημαντικός. Είναι μία από τις πιο ισχυρές χώρες της Ε.Ε. αυτήν τη στιγμή και είναι στην άκρα Δεξιά σ' αυτά τα θέματα, επιμένοντας σε προκυκλικές πολιτικές που εντείνουν την ύφεση στις ασθενέστερες ευρωπαϊκές οικονομίες». 

Τι πιστεύετε για τον νέο μηχανισμό στήριξης του ευρώ;
«Δεν βλέπω πώς θα λύσει το πρόβλημα. Τα δάνεια θα είναι διαθέσιμα μόνο σε χώρες που θα ακολουθούν προκυκλικές πολιτικές που χειροτερεύουν την ύφεση. Αυτό θα κάνει τα πράγματα χειρότερα για την Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ισπανία και κάθε άλλη χώρα που μπορεί να χρειαστεί αυτά τα δάνεια». 
 ______________________________________


Ο Μαρκ Γουάισμπροτ είναι οικονομολόγος, διευθυντής του Κέντρου για Οικονομική και Πολιτική Ερευνα (Center for Economic and Policy Research) της Ουάσινγκτον, ενός ανεξάρτητου, μη κυβερνητικού οργανισμού, στο επιστημονικό συμβούλιο του οποίου συμμετέχουν διάσημοι οικονομολόγοι - όπως οι βραβευμένοι με Νόμπελ Τζόζεφ Στίγκλιτζ και Ρόμπερτ Σόλοου και ο καθηγητής του Χάρβαρντ Ρίτσαρντ Φρίντμαν. 
Εχει διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν και έχει δημοσιεύσει πολλές ερευνητικές εργασίες, κυρίως για τη Λατινική Αμερική και τη διεθνή οικονομική πολιτική.
Εχει εργαστεί σε πολλές χώρες που δέχτηκαν βοήθεια από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και -ενώ αρχικά συμφωνούσε με την πολιτική του- έγινε ένας από τους πιο γνωστούς επικριτές του.
Αρθρογραφεί συχνά σε μεγάλες εφημερίδες («New York Times», «Guardian» και στη μεγαλύτερη εφημερίδα της Βραζιλίας, τη «Folha de Sao Paulo») κι έχει γράψει το βιβλίο «Κοινωνική ασφάλιση: Η κάλπικη κρίση» (University of Chicago Press, 2000).
Είναι πρόεδρος του Just Foreign Policy (Δίκαιη Εξωτερική Πολιτική), μιας ειρηνιστικής ΜΚΟ, που υποστηρίζει την απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από το Ιράκ και το Αφγανιστάν και τη διπλωματία ως σταθερή λύση.

Πηγή: http://www.blogger.com/post-create.g?blogID=2081910328077633746